Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Στη σημερινή φάση τα δεδομένα για ένα νέο γύρο διερευνητικών επαφών, έχουν αλλάξει. Με την πάροδο του χρόνου, Ελλάδα και Τουρκία έχουν εγκλωβιστεί σε ένα πλέγμα αποκλινουσών θεωρήσεων (και συμφερόντων), που είτε θα παραμένουν ως έχουν, είτε θα εξελίσσονται με δυναμικό τρόπο, είτε η αντιμετώπισή τους θα πιέζει για συμφωνίες και λύσεις.
Το κλασικό δίλημμα κάθε μεγάλου προβλήματος -οικονομικού, πολιτικού, διεθνοπολιτικού - είναι να επιλέξει κανείς αν θα προχωρήσει σε επιλογές που θα κλείνουν σε ορατό χρόνο το πρόβλημα ή αν θα αφήσει το πρόβλημα μετέωρο, χωρίς προβλέψιμες λύσεις και σε μη προβλέψιμο χρόνο. Με διαφορετικά λόγια, αν είναι προτιμότερο ένα αποτέλεσμα σήμερα, με βάση τους θεσμικούς κανόνες που ισχύουν και τις συνεννοήσεις που μπορεί να καταλήξουν σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο, ή αν η λύση θα παραπεμφθεί στο μέλλον, πιθανόν σε εξωθεσμικές διαδικασίες (συσχετισμοί δύναμης, απρόβλεπτες συγκυρίες και διεθνοπολιτικές εξελίξεις) και με μη προβλέψιμο αποτέλεσμα.
Η Τουρκία, στην προώθηση των ευρύτερων στόχων της στην περιοχή, έχει χρησιμοποιήσει ένα συνδυασμό απειλής ή και πραγματικής χρήσης στρατιωτικής ισχύος, διπλωματικής επιθετικότητας και χρήσης μισθοφορικών δυνάμεων. Η εμμονή της στα στοιχεία της δύναμης, της αυθαιρεσίας και των διμερών διαπραγματεύσεων εκφράζουν την ανησυχία ή και τη βεβαιότητα, ότι οι ενέργειες και οι θέσεις της δεν έχουν επαρκή θεσμική νομιμοποιητική βάση και γι' αυτό δεν επιθυμεί να φέρει τις διεκδικήσεις της σε διεθνή θεσμικά όργανα. Επιδιώκει να αναγκάσει την Ελλάδα να συμφωνήσει σε ένα πακέτο διαφορών, το οποίο θα είναι αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης, είτε προσβλέποντας στο να κερδίσει χρόνο, είτε να αποσπάσει κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα. Πιθανώς να επιδιώκει κάτι γενικότερο: να δημιουργήσει ευνοϊκότερους όρους για μια συμμετοχή της σε αποφάσεις ή διαπραγματεύσεις σχετικά με τα ενεργειακά ή άλλα ζητήματα στη Ν.Α. Μεσόγειο ή για τις σχέσεις της με τρίτες δυνάμεις. Αν στην πορεία η Τουρκία θελήσει να ξεπεράσει τα όρια της διπλωματίας ή και να φτάσει σε συγκρουσιακές καταστάσεις, οι διαφορές νομοτελειακά θα παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ομως, μια τέτοια λύση δεν φαίνεται να προκρίνεται από την Τουρκία.
Βασικώς, λογικά, η Τουρκία δεν θα είχε λόγο να επιλέξει μια στρατηγική που θα την οδηγούσε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αφού αυτό θα μπορούσε να το έχει επιδιώξει και ίσως επιτύχει και χωρίς να οδηγήσει τα πράγματα σε συνθήκες κρίσης. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμμείνει σε θεσμικές διαδικασίες. Βεβαίως, προϋπόθεση γι' αυτό είναι ότι θα έκανε αποδεκτή μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου πάνω στα θέματα των οποίων η παραπομπή θα είχε συμφωνηθεί με την Τουρκία. Στην ουσία, είτε με συμφωνία, είτε με συγκρουσιακές διαδικασίες, και οι δύο χώρες θα αναγκαστούν να αποδεχτούν λύσεις που θα δοθούν από τους θεσμούς του Διεθνούς Δικαίου, πιθανόν μάλιστα για διαφορές που θα πιεστούν να κάνουν αμοιβαία αποδεκτές.
Οι αναφορές στην ανάγκη σεβασμού των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου είναι αναγκαίες, όμως χρειάζονται δύο επισημάνσεις: Πρώτον, η γειτονική χώρα θεωρεί ότι οι διεθνείς διαφορές δεν επιλύονται μόνο με το διεθνές δίκαιο, αλλά και με τη δύναμη, ή, μάλλον, με το Διεθνές Δίκαιο όπου εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και με τη δύναμη όπου το Διεθνές Δίκαιο δεν τα εξυπηρετεί. Δεύτερον, η Ελλάδα είναι ανάγκη να μην ξεχνά, ότι όταν επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο σημαίνει ότι επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο και ότι, διαφορετικά, όταν θεσμικές λύσεις παραμερίζονται, η επιτυχία δεν διασφαλίζεται μόνο με επικλήσεις ή απειλές, αλλά με τη σχετική ισορροπία δύναμης.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική ομάδα μπορεί να κάνει εξαιρετική δουλειά, και αν η άλλη πλευρά θελήσει, υπάρχουν πιθανότητες να επιστρέψει η λογική στο προσκήνιο. Δεν θα είναι εύκολο. Αν όμως φτάσουμε σε τέτοιο σημείο, θα σημαίνει ότι μπορούν να προχωρήσουν οι πολιτικές αποφάσεις.
Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην υπουργός