Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
To «Ethos», η τουρκική σειρά που προβάλλεται εδώ και λίγες εβδομάδες στο Νetflix, επιβεβαιώνει το ρητό ότι η μεγάλη τέχνη παράγεται εκεί που είναι μεγαλύτερες και οι αντιφάσεις. Εκεί δηλαδή που τα κοινωνικά ρήγματα δύσκολα γεφυρώνονται και που παράδοση και εκσυγχρονισμός δεν βρίσκουν εύκολα χώρους και τρόπους ειρηνικής συνύπαρξης, τροφοδοτώντας μεγάλες εντάσεις, ενίοτε και μεγάλα αδιέξοδα στα ίδια τα υποκείμενα. Και η σημερινή τουρκική κοινωνία είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Η σειρά που στην τουρκική γλώσσα έχει τον εύγλωττο τίτλο «Bir Başkadir», «Ενας κάποιος άλλος» (με την έννοια της ετερότητας), παρακολουθεί τις ζωές και περιγράφει 10-11 σύγχρονους χαρακτήρες (γυναίκες οι περισσότερες, σημειωτέον) που ζουν στην Κωνσταντινούπολη ή στα ημιαστικά περίχωρά της, οι οποίοι προέρχονται από διάφορα και διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Από μεγαλοαστικά δυτικόστροφα, πλήρως χειραφετημένα και υποτίθεται απελευθερωμένα στα μοντέλα ζωής και στις σχέσεις τους, μέχρι πρώην χωρικούς της βαθιάς μουσουλμανικής Τουρκίας, θρησκόληπτους και υπερσυντηρητικούς στα ήθη που εξακολουθούν να ζουν με κοινοτιστικούς όρους και αντιλήψεις, παρά τη μετεγκατάστασή τους στο πολύβουο άστυ.
Ολοι τους ωστόσο μοιάζουν να είναι ήρωες που τους κατατρέχει κάποιο βαρύ παρελθόν, που η ιστορία βαραίνει με άλλα λόγια υπερβολικά στον ψυχισμό τους, ακόμη κι αν έχουν κάνει βήματα χειραφέτησης. Η σειρά είναι μυθοπλαστική, ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο αποδομούνται οι ήρωες, καθώς και η ίδια η κινηματογράφηση, η οποία συχνά εστιάζει σε μικρές, μόνο φαινομενικά ασήμαντες, λεπτομέρειες του βίου τους (π.χ. σε αυτές τις ανοικτές παντόφλες με τις πολύχρωμες κάλτσες που φορούν οι χωρικοί μέσα κι έξω από το σπίτι), είναι σχεδόν ανθρωπολογικός, και μοιάζει με ντοκιμαντέρ για τη σύγχρονη Τουρκία. Παρ' όλα αυτά, οι δημιουργοί της σειράς δεν κάνουν κήρυγμα, δεν κοινωνιολογίζουν ούτε και παίρνουν θέση. Προσεγγίζουν ακριβοδίκαια και με αντικειμενικότητα τους ήρωές τους, και στέκονται με ενσυναίσθηση πάνω από το προσωπικό δράμα όλων τους, ασχέτως σε ποιο πολιτισμικό στρατόπεδο ανήκουν, το παραδοσιακό ή το μοντέρνο. Αλλωστε, η δική τους άποψη είναι σαφής: όπου κι αν ανήκεις στη σημερινή Τουρκία, οι αντιφάσεις που καλείσαι να διαχειριστείς ως υποκείμενο μπορεί μεν να είναι διαφορετικού τύπου, είναι όμως το ίδιο δυσεπίλυτες, ίσως και αδιέξοδες. Τα πολιτισμικά ρήγματα διαρκώς βαθαίνουν ανάμεσα στους δύο κόσμους, και η συνάντησή τους γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Στη σειρά υπάρχουν συγκρουσιακοί διάλογοι ή φορτισμένοι μονόλογοι που κυριολεκτικά σε συγκλονίζουν εξαιτίας της ρεαλιστικότητάς τους. Καταλαβαίνεις, με άλλα λόγια, ότι πρόκειται για αλήθειες που έχουν μεταφερθεί χωρίς στολίδια στην οθόνη, εξού και φέρουν μέσα τους την εγγενή δύναμη της αυθεντικότητάς τους.
Η συνειδητοποίηση αυτής της τρομερά σκληρής πραγματικότητας είναι νομίζω που εξηγεί και την επιλογή των σεναριογράφων να δώσουν ένα τέλος που είναι τόσο πασιφανώς συμφιλιωτικό και καθαρτικό, σε σημείο που να κινδυνεύει να κατηγορηθεί για αφέλεια. Ολοι οι ήρωες τελικά διασώζονται και τα καταφέρνουν, σε ένα απρόσμενο χάπι εντ που δεν συνάδει πάντα με τα όσα συγκλονιστικά έχουν προηγηθεί (μαζί με το γεγονός ότι η κύρια πρωταγωνίστρια, η «Μεριέμ», είναι ένα αξιολάτρευτο πλάσμα, μοναδικής ομορφιάς που ασκεί ενδεχομένως εκβιαστική γοητεία στον θεατή). Μπορεί ωστόσο κανείς να αντιληφθεί εδώ την κοινωνική διάσταση του κινηματογράφου: σαν την αρχαία τραγωδία, όσα δεν μπορούν να επιλυθούν στη ζωή, επιλύονται με μαγικό τρόπο στη σκηνή, επιτρέποντας έτσι στους θεατές να ανοίξουν ένα φαντασιωτικό παράθυρο στο μέλλον, ελπίζοντας ότι μπορεί κάποια στιγμή να ξαναζήσουμε όλοι μαζί, αφού και τα βάσανα είναι κοινά, όχι κάτι άλλο από αυτή την υπαρξιακή έλλειψη που γεννά ο σύγχρονος κόσμος της διαρκούς ρευστότητας.
Ισως για αυτόν τον λόγο η σειρά θυμίζει στη δομή και τους χαρακτήρες της μυθιστόρημα, δείχνοντας ότι οι σημερινές καλές σειρές που βλέπουμε στις διαδικτυακές πλατφόρμες δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά με την υψηλή λογοτεχνία αλλά ίσα-ίσα που μπορεί να εγκαινιάζουν και νέους αφηγηματικούς δρόμους από τους οποίους έχει να κερδίσει και ο πεζός λόγος.
Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας»