«Η Ιστορία είναι προϊόν του παρόντος»
Ο κορυφαίος ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και η Πόπη Πολέμη, επιστημονική υπεύθυνη του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού», μιλούν για το περιοδικό «Τα ιστορικά», που διανύει τη νεότερη φάση του και συνεχίζει το εγχείρημα που είχαν ξεκινήσει το 1983 οι Φίλιππος Ηλιού, Σπύρος Ασδραχάς, Β.Παναγιωτόπουλος και ο εκδότης Γιώργος Ραγιάς
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Οι ιστορικοί μίλησαν για την κατασκευή ενός οικονομικού εθνικού χώρου στο τέλος του 17ου-18ου αιώνα, από τον μερκαντιλισμό του οποίου εξαρτήθηκε το εμπόριο της γούνας που διεξαγόταν μεταξύ Κωνσταντινούπολης κα τσαρικής Ρωσίας, συνδεδεμένο με τη ζήτηση της Δυτικής Ευρώπης. Το γουνεμπόριο από τον 13ο-14ο αιώνα με προορισμό τη Δυτική Ευρώπη, οδηγήθηκε προς τη Βαλτική. Η υψηλή ζήτηση ερχόταν από τη Βόρεια Ευρώπη προς τη Μόσχα, όπου το εμπόριο της γούνας αποτέλεσε μονοπώλιο των τσάρων. Στη Ρωσία το γουνεμπόριο λάμβανε επίσης μεγάλες διαστάσεις από τη σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη, την Κεντρική Ασία και την Κίνα, το μεγαλύτερο μέρος εξαγόταν στις χώρες της Ευρώπης, Μολδοβλαχία, Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον εμπορίου είχαν ενταχτεί οι Ιωαννίτες έμποροι γούνας». Είναι ένα απόσπασμα από το πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Τα Ιστορικά» (εκδ. Μέλισσα). Στην ανάλυσή της η Βάσω Ρόκου παρακολουθεί την ιστορική διαδρομή των ηπειρώτικων κεντημάτων στο εμπόριο της Ανατολικοκεντρικής Ευρώπης τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Εντοπίζει μάλιστα τα περίφημα κεντήματα της Ηπείρου ως «συνέχεια της κεντητικής εκείνης της θρησκευτικής παράδοσης των μεταβυζαντινών κεντητών πριγκιπικών επιταφίων των παραδουνάβιων χωρών του 15ου-17ου αιώνα». Δεν είναι η μόνη απρόσμενη διατάραξη της αναγνωστικής μας ησυχίας, αν επιτρέπεται η παράφραση. Στο ίδιο τεύχος ο αναγνώστης ανακαλύπτει, μεταξύ άλλων, μία συγκριτική ανάγνωση για τις βιογραφίες των Αλέξανδρου Διομήδη, Εμμανουήλ Τσουδερού και Κυριάκου Βαρβαρέσου (η σημαντική συνεισφορά του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας Νεότερων Χρόνων, Χρήστου Χατζηιωσήφ), ένα κεφάλαιο για τους - εν μέρει βενιζελικούς - διανοούμενους του αγροτικού χώρου που υποστήριξαν το μεταξικό καθεστώς (Δημήτρης Παναγιωτόπουλος) και ένα για τις βουλγαρικές προσλήψεις του 1821, (Ανδρέας Λυμπεράτος, που ετοιμάζει ένα ευρύτερο αφιέρωμα για το 1821 στα Βαλκάνια για το επόμενο τεύχος).
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ. Από μία άποψη, το 71ο τεύχος των «Ιστορικών» είναι μια παρασπονδία μέσα στον πληθωρισμό των εκδόσεων και την ευκολία με την οποία «γράφεται η ιστορία» στον δημόσιο λόγο. Είναι κυρίως, όμως, ο πλέον πρόσφατος σταθμός σε μια χρονική συνέχεια που κρατάει από τον Σεπτέμβριο του 1983, όταν η «τριανδρία» των Σπύρου Ασδραχά, Φίλιππου Ηλιού και Βασίλη Παναγιωτόπουλου ίδρυσε το περιοδικό. Οι τρεις τους ανανέωσαν την προσφορά της προηγούμενης γενιάς, στην οποία πρυτάνευε ο Νίκος Σβορώνος. Επέκτειναν και εμβάθυναν τη θεματολογία αλλά και τον τρόπο της ελληνικής ιστορικής έρευνας, ενσωματώνοντας μεταπολεμικές ευρωπαϊκές θεωρήσεις. «Επιδιώκαμε την αλλαγή παραδείγματος. Και το "παράδειγμα" που ίσχυε τότε ήταν μια συμβατική ιστοριογραφία» λέει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, διευθυντής σήμερα του περιοδικού, που έχει αποχαιρετήσει τους φίλους του, τον Φίλιππο Ηλιού το 2004 και τον Σπύρο Ασδραχά το 2017. «Ιστοριογραφία καλής ερευνητικής ποιότητας μεν, αλλά γενικώς συντηρητική, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις νεότερες ανάγκες. Εμείς είχαμε ζήσει την ακμή της γαλλικής Νέας Ιστορίας και νιώθαμε έτοιμοι να πάρουμε μέρος σε μια "διόρθωση" των πραγμάτων, χωρίς καν να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως μεγάλους αναμορφωτές. Πιστεύαμε στη συστηματική δουλειά και στις δυνατότητες της ελληνικής πνευματικής κοινότητας. Η δικτατορία είχε παίξει ρόλο στην άνθηση των ιστορικών σπουδών και μάλιστα στην ανάπτυξη μελετών της σύγχρονης ιστορίας, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο. Θυμάμαι τον Βασίλη Λαούρδα που μας παρότρυνε να ασχοληθούμε με την ιστορία του 19ου αιώνα - και εκείνη η περίοδος θεωρούνταν τότε προχωρημένη για την εποχή μας. Με το υπόβαθρο, πάντως, των σπουδών μας στη Γαλλία, όπου συνέρρεε το πιο ανήσυχο τμήμα των ιστορικών, παρακολουθήσαμε τη νέα αγωνία στην έρευνα. Είχαμε προσελκυστεί από την περίφημη Σχολή των Annales και πιάναμε κλάδους στις προσωπικές μας σπουδές που δεν ήταν ακόμη κοινοί στην Ελλάδα: ιστορική δημογραφία, ιστορία των συνειδήσεων, ιστορία των συμπεριφορών, οικονομική ιστορία, ακόμη και εκκλησιαστική ιστορία, όχι βέβαια με τη θεολογική διάσταση της ιστοριογραφίας. Και φυσικά την κουλτούρα, αυτό που αργότερα θα ονομαστεί πολιτισμικές σπουδές. Υπήρχε ζήτηση Ιστορίας τότε στην Ελλάδα και εκφραστής αυτής της ζήτησης ήταν ο εκδότης μας, ο Γιώργος Ραγιάς. Δική του ήταν η ιδέα να εκδοθούν τα "Ιστορικά". Δεν είχαμε δεσμεύσεις ακαδημαϊκές ή θεσμικές».
Σε ανοιχτό διάλογο με τη μαρξιστική θεωρία οι τρεις ιστορικοί δεν επιδίωξαν άμεση πολιτική παρέμβαση. Εστρεψαν τις ιστορικές σπουδές και προς γειτονικές επιστήμες και καλλιέργησαν τη διεπιστημονικότητα. «Ανήκαμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο στην πιο κριτική Αριστερά εκείνης της εποχής. Αλλά δεν παίξαμε στο πολιτικό τερέν. Ούτε καν ο Φίλιππος, που ήταν ο πιο προβεβλημένος από αυτή την άποψη. Το προγραμματικό κείμενο του πρώτου τεύχους ήταν πολύ χαλαρό. Θα έλεγα ότι τα βιογραφικά μας ήταν που προσδιόριζαν τις αρχές μας. Υπήρξαμε πολύ ανοιχτοί στη θεματολογία, αλλά και πολύ κλειστοί από μια άλλη άποψη. Πιστέψαμε και "προπαγανδίσαμε" αυτό που ονομάστηκε "ιστορία-πρόβλημα": δεν μας ενδιέφερε απλώς μια καλή μελέτη ενός ζητήματος, το οποίο δεν γεννούσε απορίες ή νέες αναζητήσεις», συμπληρώνει ο Β. Παναγιωτόπουλος.
Εν πολλοίς ίσχυε και για τους τρεις αυτό που ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, από τη σημερινή γραμματεία σύνταξης, έγραφε το 2007 για τον Φίλιππο Ηλιού («ΤΑ ΝΕΑ», 20 Οκτωβρίου): «Απαντούσε για ακόμη μια φορά στο ανησυχαστικό ερώτημα του "τι είναι η ιστορία": "Η ιστορία θεωρημένη και θεωρούμενη ως πολιτισμικό αίτημα, άρα και αίτημα πολιτικό: ο πολίτης και η αυτοσυνειδησία του, μέσω της γνώσης της ιστορίας και, ταυτόχρονα, ή, κυρίως, ως αίτημα αποκρυπτογράφησης του αντικειμενικού, των τρόπων λειτουργίας των κοινωνικών μηχανισμών, των όντως όντων. Και επίσης ως αίτημα αυτογνωσίας... Ποιος είναι εκείνος ο διάμεσος δύσκολος τόπος, στον οποίο στέκει ο ιστορικός και πώς μέσω του εαυτού του φέρνει σε επικοινωνία το αντικείμενό του και την περιβάλλουσα εκείνον ατμόσφαιρα. Ο λόγος δηλαδή για τη δύσκολη συμπλοκή του υποκειμενικού με το αντικειμενικό, που νοηματοδοτείται ακριβώς από τη συναίσθηση της ευθύνης του ίδιου του δρώντος υποκειμένου· από τη συναίσθηση ότι η ιστορία δεν είναι ένα "ξέφραγο αμπέλι"... αλλά ένας χώρος που έχει μέθοδο, εργαλεία, όρια. Αν η ιστορία εξυπηρετεί κάτι, αυτό δεν είναι η όποια εξουσιαστική αλήθεια ή η βολική αυτοκατάφαση· είναι η κατανόηση και η γνώση».
Το ίδιο νήμα πιάνει στη συζήτησή μας ο Β. Παναγιωτόπουλος: «Πιστεύαμε και πιστεύουμε στην έννοια των αφηγήσεων, αλλά δεν την κάνουμε πεδίο αναφοράς. Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι η Ιστορία υπόκειται σε ιδεολογικούς περιορισμούς, επειδή είναι προϊόν του παρόντος, ενώ φαίνεται να έχει σχέση με το παρελθόν. Από τους μεγάλους δασκάλους μας και τις μεγάλες συζητήσεις έχουμε μάθει ότι αυτό είναι φαινομενικό. Στην πράξη, η Ιστορία είναι προϊόν του παρόντος. Δηλαδή εμείς την παράγουμε. Σκεφτείτε ότι η μεταμοντέρνα θεώρηση έφτασε να την καταργήσει υποστηρίζοντας - το ακούμε και στην Ελλάδα αυτό - ότι υπάρχει μόνο ιστοριογραφία. Αυτή είναι η έννοια των αφηγήσεων: δεν υπάρχει παρελθόν, αλλά ό,τι κατά καιρούς αισθάνονται οι άνθρωποι για το παρελθόν. Εμείς δεν ξεκινήσαμε έτσι. Στην αφετηρία της δουλειάς μας δεν υπήρχε καν αυτό το πρόβλημα. Και οι τρεις ήμασταν μπρωντελιανοί, ιστορικοί των μεγάλων ροπών. Ημασταν και συμβατικοί και μοντέρνοι. Και νομίζω ότι γι' αυτό δεν τρόμαξαν οι παραδοσιακοί ιστορικοί: ένιωθαν ότι σεβόμασταν την "ύλη". Οι ιστορικές λεπτομέρειες ήταν για εμάς πληροφορία. Η μικροϊστορία, για παράδειγμα, ήταν κοινός τόπος. Από το πρωί ως το βράδυ μικροϊστορία κάναμε. Δεν ήταν μια ετικέτα που ανακαλύψαμε στην πορεία. Ούτε "νεωτερισμός με κάθε ευκαιρία". Εγώ, για παράδειγμα, προσπαθώ να βρω πού βρίσκεται ο Παπαφλέσσας ανάμεσα σε δύο ημερομηνίες. Αυτό τι είναι; Ιστορία ή μικροϊστορία; Γι' αυτό φτιάχνω το ημερολόγιό του στα τέλη του 1820 και τους πρώτους μήνες του 1821. Υπάρχει, εξάλλου, μια απλοϊκότητα για τις πηγές. Μια λατρεία τους, θα έλεγα. Οι πηγές, όμως, δεν λένε και πολλά πράγματα σε όποιον δεν είναι ενήμερος. Αν δεν μετατρέπονται σε "πληροφορία", με τη σύγχρονη έννοια, δεν έχουν μεγάλη αξία. Μόνο ένας προχωρημένος και στοχαστικός μελετητής μπορεί να αντλήσει πληροφορίες. Είναι μία δεξαμενή στην οποία πρέπει να ξέρεις να ψαρέψεις. Ολες οι παρανοήσεις για το 1821, ξέρετε, γίνονται πάνω στις ίδιες πηγές. Από την άλλη: γιατί αλλάζουμε απόψεις με την ίδια πληροφόρηση; Μεσολαβεί μία διαφορετική άρθρωση των ίδιων πηγών».
Η ΠΟΠΗ ΠΟΛΕΜΗ. Η συνέχεια δίνεται τα τελευταία δέκα χρόνια με τη νέα επιστημονική επιτροπή των «Ιστορικών» και τη γραμματεία σύνταξης. Και στις δύο συμμετέχουν ο Δ. Αρβανιτάκης και η Πόπη Πολέμη, επιστημονική υπεύθυνη του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού», το οποίο από το 2017 έχει μεταφερθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Στενή συνεργάτις του κορυφαίου ιστορικού, είχε συνεργαστεί μαζί του από το 1986 για τη συγκρότηση της ελληνικής βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα. «Ως συνέχεια κρατάμε τα πάντα από την ιδρυτική στιγμή, επειδή τα "Ιστορικά" δεν είχαν από την αρχή θεωρητικούς αποκλεισμούς. Αυτό ήταν η καταστατική αρχή τους. Ηταν ανοιχτά στο καινούριο και τους νέους ανθρώπους, στις νέες θεματικές. Και αυτό συνεχίζεται σήμερα με το ίδιο πνεύμα. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής που ανέλαβαν να "τρέχουν" το περιοδικό υπήρξαν παλαιοί συνεργάτες του. Ουσιαστικά συνεχιστές του έργου της "τριανδρίας"». Για την ίδια, το αποτύπωμα του Φ. Ηλιού είναι αδιαπραγμάτευτο: «Η πίστη στην πολιτισμική αξία της ιστορίας, ότι δηλαδή είναι πολιτισμικό και πολιτικό αίτημα. Χρειάζεται για να κατανοούμε τι μας συμβαίνει. Προσπαθούμε, λοιπόν, να την προσεγγίσουμε με τα νοητικά εργαλεία της εποχής, αλλά όσο το δυνατόν αποδεσμευμένοι από τις ιδεολογικές χειραγωγήσεις, που υπήρξαν η μεγάλη ασθένεια της ελληνικής ιστορικής παραγωγής. Η τελευταία ήταν ιδεολογικά καθορισμένη είτε από την εθνικιστική προσέγγιση, κυρίαρχη ως επί το πλείστον, είτε από τον αντίλογο της μαρξιστικής προσέγγισης, που και αυτή είχε τις χειραγωγήσεις της, ως γνωστόν. Από τη Μεταπολίτευση και μετά εδραιώθηκε μια νέα ιστορική κουλτούρα, που ξεκίνησε ακριβώς απ' όσους ήρθαν από την Ευρώπη. Αυτό που ίσχυε όταν ξεκινούσαν τα "Ιστορικά" απέχει από αυτό που ισχύει σήμερα στις ιστορικές σπουδές: πρόκειται για άλλο τοπίο. Και οι πρωτεργάτες των "Ιστορικών" συνέβαλαν καίρια».
Αν έπρεπε να κρατήσει ένα στοίχημα για την προσπάθεια που συνεχίζεται, ποιο θα ήταν αυτό; «Να δοκιμάζονται στη γραφή νέοι άνθρωποι και τα "Ιστορικά" στη νεότερη περίοδό τους να λειτουργούν ως κυψέλη. Σε αυτό βοήθησε η επιστημονική επιτροπή, τα μέλη της οποίας είναι στην πλειονότητά τους πανεπιστημιακοί, οπότε βρίσκονται μονίμως σε επαφή με έναν κύκλο φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων. Νομίζω ότι λειτουργεί ανά τεύχος, καθώς βλέπουμε νέες υπογραφές. Και είναι εξίσου ενθαρρυντικό ότι αυτό που είχε υιοθετηθεί από την αρχή, η στροφή, δηλαδή, στη σύγχρονη ιστορία, συνεχίζεται στη νέα φάση του περιοδικού. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο, όπως επίσης δεν ήταν αυτονόητο ότι θα δημοσιεύονται μελέτες που δεν ταυτίζονται μόνο με τον ελληνικό χώρο. Αυτό εννοούμε με τον όρο της "πολυθεματικότητας": όχι μόνο την ποικιλία των θεματικών, αλλά και τους ποικίλους γεωγραφικούς χώρους ή τις διαφορετικές περιόδους που γίνονται αντικείμενο μελέτης».
info
«Τα Ιστορικά», έτος 37ο, τ.71, Απρίλιος - Οκτώβριος 2020Εκδοτικός οίκος Μέλισσα - Μουσείο Μπενάκη. τιμή 18 ευρώ Το ευρετήριο περιεχομένων του συνόλου των τευχών στον www.melissabooks.com/istorika Επιστημονική επιτροπή: Σία Αναγνωστοπούλου, Δημήτρης Aρβανιτάκης, Ελίζα-Αννα Δελβερούδη, Δημήτρης Δημητρόπουλος, Ελευθερία Ζέη, Σπύρος Καράβας, Νίκος Καραπιδάκης, Κωστής Καρπόζηλος, Τόνια Κιουσοπούλου, Ηλίας Κολοβός, Ανδρέας Λυμπεράτος, Αννα Ματθαίου, Ευγένιος Ματθιόπουλος, Ρίκα Μπενβενίστε, Στρατής Μπουρνάζος, Πόπη Πολέμη, Νίκος Ποταμιάνος, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Νικόλας Σεβαστάκης
