Δύο ξένοι στο Αγιον Ορος
Μια συγκριτική ανάγνωση των σημειώσεων δύο κορυφαίων συγγραφέων από την επίσκεψή τους στον Αθω, με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση του ημερολογίου «Αγιον Ορος» από το Μουσείο Καζαντζάκη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Περιγραφή μιας μικρογραφίας σε κώδικα του 14ου αιώνα, που απόκειται στη Μονή Διονυσίου. Ο Νίκος Καζαντζάκης βλέπει την ψυχή τού ψυχορραγούντος να βγαίνει από το στόμα όπως ένας «τερατώδης χάνος», έναν άγγελο που «κρατά από το χέρι την αθλία ψυχή και τη βγάζει με αποστροφή» και τέσσερις ανθρώπους γύρω από τον ετοιμοθάνατο «με φρίκη να απομακρύνονται». Αντίθετα, ο Αγγελος Σικελιανός βλέπει την ψυχή να βγαίνει από το στόμα «σαν βρέφος», έναν άγγελο να την παίρνει με τα δυο χέρια του «μαζί πιασμένα απ' το σφυγμό» και τριγύρω μοναχούς να κοιτούν «φοβισμένοι».
Οι παραπάνω αντίθετες αναγνώσεις της ίδιας μικρογραφίας προσφέρουν μια μικρή γεύση για την πνευματική απόσταση που χώριζε τους δυο συνταξιδιώτες, στη διάρκεια της κοινής επίσκεψής τους στο Αγιον Ορος από 19 Νοεμβρίου έως 22 Δεκεμβρίου 1914. Τυπικά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός ήσαν δυο ξένοι: γνωρίστηκαν στις 11 Νοεμβρίου στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα και αναχώρησαν για το Αγιον Ορος τρεις μέρες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου. Στο ΙΘ΄ κεφάλαιο της Αναφοράς στον Γκρέκο ο Καζαντζάκης προλογίζει το κοινό ταξίδι τους αντιπαραθέτοντας στοιχεία του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας τους: «Γενήκαμε ευτύς, απότομα, φίλοι· τόσο πολύ διαφέραμε οι δυο μας (…). Εγώ τραχύς, λιγομίλητος, λαϊκό σκληρό τσόφλι· με ρωτήματα πολλά, με αγωνίες μεταφυσικές, δε με ξεγελούσε η φανταχτερή επιφάνεια, μάντευα πίσω από τ' ωραίο πρόσωπο το κρανίο· (…). Αυτός πρόσχαρος, μεγαλόστομος, σίγουρος· με αρχοντικιά σάρκα, με την απλοϊκιά και δυναμογόνο πίστη πως είναι αθάνατος· (…)».
Ησαν όμως και ουσιαστικά δυο ξένοι. Η διάχυτη εντύπωση ότι το ταξίδι του Καζαντζάκη και του Σικελιανού στο Αγιον Ορος ήταν ένα κοινό προσκύνημα που είχε πίσω του κοινές αναζητήσεις και κοινή προσέγγιση στα όσα είδαν και άκουσαν είναι παραπλανητική. Την οφείλουμε κυρίως σε συγκριτικές αναγνώσεις, όπως π.χ. αυτή του Πρεβελάκη (1984) ή του Χατζηφώτη (1997), οι οποίοι δεν πρόσεξαν, παρέκαμψαν ή στρογγύλεψαν τις διαφορές στα σχόλια και τις αφηγήσεις των δύο ταξιδιωτών. Θεώρησαν δεδομένο ότι ο ιερός προορισμός ταύτιζε a priori τη στάση τους. Επίσης, βασίστηκαν στο «Αγιορείτικο ημερολόγιο» του Σικελιανού (Αθήνα, 1988, Ιδρυμα Ουράνη), αλλά για τον Καζαντζάκη παρέπεμψαν, εν μέρει ή αποκλειστικά, στην «αναδρομική» ματιά της Αναφοράς στον Γκρέκο. Η αφήγηση αυτή διαφέρει ουσιαστικά από την άμεση καταγραφή των εντυπώσεων και των σχολίων του ημερολογίου, ως προς τα πράγματα που παρέλειψε ή προσέθεσε και γενικότερα ως προς τον τρόπο που προσέλαβε το ταξίδι σαράντα χρόνια αργότερα. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι η Αναφορά, ενώ συναρπάζει ως αφήγημα, έχει μειωμένη αξιοπιστία ως αυτοβιογραφικό τεκμήριο.
Η πρώτη καταγραφή
Η δημοσίευση του ημερολογίου της επίσκεψης του Νίκου Καζαντζάκη στον Αγιον Ορος (Αγιον Ορος. Νβρης - Δβρης 1914, πρόλογος Μιχάλης Ταρουδάκης, επιμέλεια - εισαγωγή - σχόλια Χριστίνα Ντουνιά, Παρασκευή Βασιλειάδη, Μυρτιά, Ηράκλειο, 2020, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη) προσθέτει στη βιβλιογραφία του ταξιδιού την αξιοπιστία της πρώτης καταγραφής. Από εκδοτική άποψη το ημερολόγιο του Καζαντζάκη υπερέχει έναντι του αντίστοιχου του Σικελιανού, διότι αποτυπώνει με κριτικά σύμβολα και υποσημειώσεις την εικόνα του ημερολογιακού κειμένου, υπομνηματίζει τις εγγραφές του Καζαντζάκη με πραγματολογικά στοιχεία και διαθέτει (μικρό) παράρτημα με ψηφιοποιημένα τεκμήρια. Οι εκδότες θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιήσει περισσότερο τα πλεονεκτήματα της έγχρωμης ψηφιοποίησης, διότι ο ερευνητής μπορεί πάντοτε να διακρίνει και να αξιολογήσει στοιχεία που διέλαθαν την προσοχή του εκδότη. Υπάρχουν κάποια λάθη (στη μεταγραφή ιταλικών παραθεμάτων: 55, 97) και παραλείψεις (η Παναγία που αιμορραγεί (8) ενσωματώθηκε στον Ζορμπά).
Βασιζόμενος στη σύγκριση των δύο ημερολογίων, θα επιχειρήσω να εξηγήσω ότι σε αυτή την κοινή περιδιάβαση στις αθωνικές μονές υπάρχει μόνον ένας «ευλαβής προσκυνητής», ο Αγγελος Σικελιανός. Ο Σικελιανός εστιάζει την προσοχή του στις μοναστηριακές τελετουργίες και τις υλικές και άυλες συνιστώσες τους, συμμετέχει στις ακολουθίες με κατάνυξη, ζει και αναπνέει με πάθος τη θρησκευτική ατμόσφαιρα της μοναστηριακής ζωής, εμπνέεται από αυτήν, όπως και από την αγιορείτικη φύση, ως λυρικός ποιητής, και την προβάλλει πάνω στον περιβάλλοντα χώρο. Η ευλάβειά του για τα άγια λείψανα κυριολεκτικά τον «συνοδεύει» στο ταξίδι του: κατά την επίσκεψή του έφερε επάνω του - μέσα σε ασημένια θήκη κρεμασμένη με αλυσιδίτσα από τον λαιμό του - την πρώτη φάλαγγα από τον αντίχειρα του λειψάνου του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου, κληρονομιά από τον πατέρα του (Πρεβελάκης). Γράφει σχετικά: «Παραπάνω βρίσκουμε, ω ζεστό θάμα μύρου, μενεξέδες άγριους. Τους έβαλα μες στη θήκη του λειψάνου τ' Αϊ-Διονύση, σιμά στο γράμμα του πατέρα» (255-256). Η λυρική του έξαρση δεν γνωρίζει όρια προκειμένου για τα άγια λείψανα: «Ο νηστευτής λιγοθυμάει από την ευωδιά των λειψάνων» (172-173). Το ίδιο ισχύει για τις ευλαβικές εκδηλώσεις του: μνημονεύει τρεις φορές το «ζεστό χέρι» του λειψάνου της Αγίας Μαγδαληνής, το οποίο ασπάζεται επίσης τρεις φορές (251-256· πρβ. Πάσχα των Ελλήνων, Χ, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, Δ΄, 138).
Αντίθετα, η ματιά του Καζαντζάκη κινείται χωρίς θρησκευτική προδιάθεση και καταγράφει ελεύθερα ποικίλες όψεις του τόπου, των πραγμάτων, της ζωής, της εμφάνισης και του χαρακτήρα των μοναχών. Η στάση του είναι σταθερά κριτική και κάποτε ειρωνική, όπως εδώ: «Λειτουργία. Από ένα στύλο ειδωλολατρικό απάνω από δεξιό ψάλτη αποκρεμόνταν κεφάλια τράγων, σταφύλια. Διάκος χλωμός, μη πιστεύων, διστακτικός» (15). Παρόλο που μνημονεύει και αυτός το χέρι της Μαγδαληνής (61, 69), η στάση του απέναντι στα λείψανα των αγίων είναι αδιάφορη έως και δηκτική: «Επειτα η μονότονη κι ανιαρή επίδειξη πλήθους κοκκάλων» (41). Ακόμη και για την επίδειξη των σπουδαίων κειμηλίων της Μεγίστης Λαύρας - του ολόχρυσου σάκου, του στέμματος του Νικηφόρου Φωκά και του ευαγγελίου τού «γραμμένου με το χέρι του» - σχολιάζει: «Μα καμιάν εντύπωση, γιατί δυσπιστία»· ενώ στη μνήμη του δεν αποτυπώνονται το σκευοφυλάκιο και η βιβλιοθήκη με «τα σκωληκοφαγωμένα κιτάπια» αλλά οι ευωδιές από τις μουσμουλιές (45-46, διπλή αναφορά).
Οι βυζαντινές εικόνες
Ο Καζαντζάκης εστιάζει το ενδιαφέρον του όχι στα λείψανα αλλά στο «να μαντεύσει πίσω από τ' ωραίο πρόσωπο το κρανίο», όπως γράφει στην Αναφορά. Με τον ίδιο διεισδυτικό τρόπο περιγράφει και ψυχογραφεί μοναχούς και πρόσωπα αγίων, αντιμετωπίζοντας με ρεαλιστικούς, κοσμικούς και ανθρώπινους όρους τον θεολογικό εξπρεσιονισμό των βυζαντινών εικόνων. Για τον Απόστολο Παύλο της Μονής Βατοπεδίου σημειώνει: «αρπακτικός με γριπή μύτη, πονηρός, κοιτάζει ομπρός, μαυρογένης, λαιμός ξερακιανός» (80), και για τη Μαγδαληνή σε μια τοιχογραφία της Μονής Εσφιγμένου: «Στην εκκλησία τοιχογραφία φριχτή Μαγδαληνής που μεταλαβαίνει με κοντά άσπρα μαλλιά, με μυτερό πιγούνι, όλη σα γελοιογραφία Ιωνος Δραγούμη, πόδια σαν ξύλα» (76). Ανάλογα εκφράζεται για τους μοναχούς και τους θυρωρούς των μονών: «Κεφαλονίτες άγριοι, καθόλου mystiques, εμπόροι, πονηροί και καπάτσοι» (55)· «έξυπνος, πονηρός, ετοιμόλογος, καπάτσος» (60)· «νάνος, κίτρινος, μαύρο γενάκι» (68)· «ο θυραίος σαν κοκκινότριχος οβραίος» (74). Η διαφορά με τον Σικελιανό είναι χτυπητή: προκειμένου για τον μοναχό Μαρτινιανό, ο Σικελιανός απαριθμεί απλώς τα καθήκοντά του (132-133), ενώ ο Καζαντζάκης σχολιάζει: «Τέλειος τύπος ασκητού = ο Μαρτινιανός λιγόμυαλος, χαζός, μαύρα μάτια, γένια, γελά» (24).
Ο Σικελιανός σπάνια στέκεται στα πρόσωπα των αγίων. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που το κάνει υιοθετεί τη σκοπιά του βυζαντινού αγιογράφου. Η διαφορά με τον Καζαντζάκη φαίνεται ολοκάθαρα στις παρακάτω περιγραφές της ίδιας τοιχογραφίας ή εικόνας του Ιησού. Σικελιανός: «Μεγάλο, φωτεινό μέτωπο, φρύδια κυρτά, μικρό πρόσωπο» (225)· Καζαντζάκης: «ο Χριστός στη μέση, νέος, σαν ήλιος ανατέλλων, με μέτωπο αψηλό και μάτια βαθουλά και σκεπτικά σα νεαρό βασιλόπουλο που έχει επάνω στο κεφάλι του τα βάρη όλης της γης» (63). Σικελιανός: «Μέτρα κεφαλής Ιησού Δωδεκαετούς: πρόσωπον 0,28 όλον μήκος 38 ½ πλάτος από Ο = Ν 23» (152)· Καζαντζάκης: «Τι έξοχα, βαθύ, διανοητικό κεφάλι του Δωδεκαετή Χριστού! Μια σκιά κάτω από τα μάτια, μέτωπο υψηλό σαν του Γκαίτε, μαλλιά ορθά, μάτι βαθύ, βαθύ και θλιμμένο. Αληθινά γιος της Πορταΐτισσας» (19).
Το πρόσωπο της Παναγίας κυριαρχεί στις εγγραφές του Καζαντζάκη: η «Πορταΐτισσα» της Μονής Ιβήρων με «τα μεγάλα μάτια, το μικρό δαχτυλιδένιο στόμα, το στρογγυλό Ηρας πιγούνι, τη βαθύτατη θλίψη και τ' αργοκίνητο βλέμμα» (17)· η «Γλυκοφιλούσα» της Μονής Φιλοθέου με παρόμοια περιγραφή (42)· η Παναγία της Μονής Γρηγορίου: «αυστηρή, με μάτια επιταχτικά με επιβλητική αγέλαστη μορφή» (68)· μια Παναγία της Μονής Βατοπεδίου: «σκούρα, ηλιοκαμένη, αδρή» (78)· μια μικρή Παναγίτσα στο τέμπλο της ίδιας μονής: «στρογγυλή, κιτρινωπή, σαν ωραία κινέζα, φρύδια arqués και éloignés, στόμα μικρότατο, πορφυρό και σγουρό σαν φράουλα. Κάτω πολύ σακουλιασμένα τα μάτια» (78).
Το πρόσωπο της Παναγίας
Αν αναζητήσουμε στο ημερολόγιο του Καζαντζάκη ένα ακραίο πάθος ανάλογο με αυτό που εκδηλώνει ο Σικελιανός για τα λείψανα των αγίων, θα το εντοπίσουμε στη σχεδόν ερωτική επικοινωνία που αναπτύσσει με το πρόσωπο της Παναγίας: «Πρόσωπο oval, χείλη κόκκινα σγουρά που φίλησα τρέμοντας, ως εάν εφιλούσα γυναίκα» (55)· και παρακάτω: «Πανσέληνος είδε όνειρο Παναγία και τον φιλούσε (ίδε φιλί μου στην Παναγία - Αγίου Παύλου)» (57). Και ακόμη: «Μια άλλη εικόνα της Παναγίας. Συγγενής Πορταΐτισσας. Τα ίδια μάτια αμυγδαλωτά, γλυκύτατα και περιπαθή. (…)» (55).
Σε αντίθεση με τον Καζαντζάκη, ο Σικελιανός σπάνια αναφέρεται στις πυκνές φιλοσοφικές συζητήσεις που είχε μαζί του και πάντα λακωνικά - σαν να μην ήθελε να «θολώσει» την καθαρότητα της αγιορείτικης ατμόσφαιρας και των αποκλειστικά χριστιανικών παραθεμάτων που τη διανθίζουν. Ενώ ο Καζαντζάκης μνημονεύει τους «αγώνες» των συντηρητικών μοναχών εναντίον των προοδευτικών (15), ο Σικελιανός κρατάει αποστάσεις: «Σύγκρουσή μας με την τάχα συντηρητικότητα των μοναχών» (99). Ο τόσο σημαντικός για τη θεολογία του Σικελιανού Διόνυσος απουσιάζει από το αγιορείτικο τμήμα του ημερολογίου του (βλ. όμως νωρίτερα, 90-92), ενώ κυριαρχεί στο καζαντζακικό ημερολόγιο, συχνά στο πλαίσιο της τριαδικής σύνθεσης «Διόνυσος - Χριστός - Θα». Επίσης, οι «αγιορείτικοι» στοχασμοί του Καζαντζάκη, τόσο στο ημερολόγιο όσο και στα σύντομα σημειώματα που έγραφε όταν επισκεπτόταν τις μονές (Μάρκος Εμμ. Μαρινάκης, Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Αγιον Ορος το 1914. Τεκμήρια προσκυνηματικής επίσκεψης, Ηράκλειο, 2017), κινούνται έξω από το πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας και είναι συνθετικοί και οικουμενικοί.
Συνταξιδιώτες λοιπόν στο Αγιον Ορος ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, αλλά πνευματικά δυο ξένοι. Ο πρώτος εκδηλώνει στο ημερολόγιό του ένα πνεύμα ελεύθερο, ανήσυχο, κριτικό και στοχαστικό. Ο δεύτερος υποτάσσει το πνεύμα και το βλέμμα του στη θρησκευτική του πίστη, άλλοτε αποδεχόμενος χωρίς να ερευνά, άλλοτε σιωπώντας και άλλοτε καταπνίγοντας τα στοιχεία που θεωρεί ασύμβατα με την αγιορείτικη ατμόσφαιρα.
Νίκος Καζαντζάκης
Αγιον Ορος. Νβρης – Δβρης 1914
Πρόλογος Μιχάλης Ταρουδάκης
Επιμέλεια - εισαγωγή - σχόλια Χριστίνα Ντουνιά, Παρασκευή Βασιλειάδη
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Μυρτιά, Ηράκλειο, 2020
