Τέσσερα ζητήματα για τον Αρισταίνετο
Ο ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας Μιχαήλ Πασχάλης ανταπαντάει στον σχολιασμό της κριτικής του για τις «Ερωτικές επιστολές» του Αρισταίνετου από τον συγγραφέα της έκδοσης, επίκουρο καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Βασίλειο Βερτουδάκη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στην κριτική μου για την έκδοση των Ερωτικών Επιστολών του Αρισταίνετου από τον Β. Βερτουδάκη (Αθήνα 2018: Gutenberg), που δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» της 11-07-20, διατύπωσα θετική άποψη όσον αφορά τη μετάφραση αλλά εξέφρασα επιφυλάξεις για το υπόλοιπο βιβλίο και κυρίως για τα σχόλια. Συγκεκριμένα, χαρακτήρισα τη μέθοδο του φιλολογικού σχολιασμού που ακολουθεί ο συγγραφέας «κυρίως εμπειρική, περιστασιακή, επιφανειακή και κάποτε πρόχειρη»· εντόπισα απροσδόκητα κενά στην αρχαιογνωστική του κατάρτιση· επισήμανα τη «μη συστηματική αναγνώριση των οφειλών του σε άλλους μελετητές», προσθέτοντας ότι στο υπόμνημα υπάρχουν «εκατοντάδες "ορφανά" σχόλια», δηλαδή σχόλια χωρίς παραπομπή, και ότι ορισμένες φορές χρησιμοποιεί το «παράβαλε» στη θέση του «βλέπε»· υπογράμμισα ότι υποτιμά το εκτενές και εμπεριστατωμένο υπόμνημα της Anna Tiziana Drago, και ότι η στάση του «γίνεται κάποτε σκανδαλώδης»· υποστήριξα ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να αναδείξει την «πρωτοτυπία» των πληροφοριών και των επισημάνσεων του υπομνήματός του «είναι όχι σπάνια ανορθόδοξος»· και εξήγησα ότι τα βιβλικά και νεοελληνικά παραδείγματα που προσέθεσε στον σχολιασμό των επιστολών έχουν «μηδενική ερμηνευτική χρησιμότητα», με πιθανότερο επακόλουθο «να προκαλέσουν σύγχυση και παρερμηνείες» στον μη ειδικό αναγνώστη. Η παραπάνω κριτική συνοδεύτηκε παντού από πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα, την εγκυρότητα των οποίων ο Β. δεν αμφισβήτησε στην απάντησή του («Βιβλιοδρόμιο» 01-08-20) και συνεπώς απεδέχθη.
Απαντά με γενικότητες, όπως η επίκληση του παραδείγματος σχολιαστών που δεν μνημονεύουν τις πηγές τους και μελετητών που αξιοποίησαν νεοελληνικά παραδείγματα· και, πράγμα θλιβερό, βάζει στο στόχαστρό του την εξαίρετη Ιταλίδα ερευνήτρια Anna Tiziana Drago. Ισχυρίζεται ότι τάχα φλυαρεί (ενώ τα σχόλιά της είναι πυκνά και ουσιαστικά) και ότι δήθεν δίνει σωρεία παραλλήλων, άσχετων με το εκάστοτε εξεταζόμενο χωρίο (ενώ συνέγραψε το πρώτο συστηματικό ερμηνευτικό υπόμνημα στον Αρισταίνετο)· και μέμφεται την έκδοση που χρησιμοποίησε, ενώ η Drago δεν αποδέχεται καμιά γραφή ή διόρθωση χωρίς να τη συζητήσει κριτικά και διεξοδικά και, προς επίρρωσιν, αναφέρω ότι o De Stefani, στη βιβλιοκρισία της έκδοσης, επισήμανε ότι το αρχαιοελληνικό κείμενο που υιοθετεί είναι «καρπός μελετημένων κριτικών επιλογών».
Ολοι αυτοί οι ισχυρισμοί αποβλέπουν στο να αναδείξει ο Β. τη δική του έκδοση, η οποία, όπως εξήγησα στην κριτική μου, δεν έχει, δυστυχώς, καμιά από τις αρετές της ιταλικής. Μάλιστα δηλώνει ανακριβώς ότι η Drago παραπέμπει στον πλατωνικό Φαίδρο χωρίς να μνημονεύσει την πηγή της πληροφορίας (131), παρόλο που λίγο παραπάνω (σ. 125) η ίδια επισημαίνει ότι «Με πρώτο τον Boissonade (1822) οι εκδότες θεώρησαν ότι εντόπισαν το πρότυπο της επιστολής στον πλατωνικό Φαίδρο (229b-230b)» και συνεχίζει με ολοσέλιδη ανάλυση και βιβλιογραφία, όπου εξηγεί ότι στη διαμόρφωση της επιστολής συνέβαλε όχι μόνο το πλατωνικό αλλά και άλλα διακείμενα. Μόνον ως ειρωνική μπορεί, λοιπόν, να εκληφθεί η καταληκτήρια δήλωση του Β. ότι η άποψή του για το βιβλίο της είναι «πολύ θετική» και ότι δεν το υποτιμά. Διότι ενώ θα μπορούσε, και θα έπρεπε, να μνημονεύει το υπόμνημά της σε κάθε σελίδα των σχολίων του, αντίθετα επέλεξε να το «χειριστεί» με αρνητική προδιάθεση, θυσιάζοντας έτσι έναν θησαυρό από πληροφορίες. Είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι αγνοεί τους δεοντολογικούς κανόνες που οφείλουν να τηρούν τα μέλη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας των κλασικών φιλολόγων.
Με αφορμή την απάντηση του Β., θα ήθελα να θέσω τα παρακάτω τέσσερα ζητήματα:
Ζήτημα πρώτο. Ο Β. υποστηρίζει ότι, αν έπρεπε όλοι οι σχολιαστές του Αρισταίνετου να αναφέρουν την πηγή των πληροφοριών τους, θα κατέληγαν στον Boissonade (1822) και τον Mercier (1595). Παρέλειψε όμως να υπενθυμίσει ότι η Drago αναφέρει 42 φορές τον Mercier και περίπου 100 φορές τον Boissonade. Και γιατί άραγε ο Β. θεωρεί ότι δεν έχει δεοντολογική υποχρέωση -ειδικά σήμερα που, χάρη στην ψηφιοποίηση, έχουμε πρόσβαση ακόμη και σε εκδόσεις του 15ου αιώνα- να δηλώσει ότι «πρώτος εντόπισε την πηγή ο Boissonade» και να αποδώσει τον αναλογούντα φόρο τιμής στον σπουδαίο Γάλλο κλασικό φιλόλογο, ώστε στη συνέχεια, αν έχει κάτι πρωτότυπο να προσθέσει -που δυστυχώς δεν έχει- να βάλει το δικό του λιθαράκι στην έρευνα; Και μπορεί να έχει καθιερωθεί οι χρηστικές εκδόσεις να μην έχουν κατά κανόνα παραπομπές, αλλά η έκδοση του Β. έχει, διότι είναι, ή φιλοδοξεί να είναι, φιλολογική· και η μοναδική αντίστοιχη έκδοση και μέτρο σύγκρισης, όσον αφορά τουλάχιστον την έκταση των σχολίων, είναι αυτή της Anna Tiziana Drago.
Ο Β. υποστηρίζει ότι οι παραπομπές είναι απαραίτητες μόνον «όπου κάποιος κομίζει μια ευρηματική ιδέα ή μια πρωτότυπη σύναψη ή μια εμπεριστατωμένη πραγμάτευση ενός θέματος». Στην πραγματικότητα ο Β. παραπέμπει ή δεν παραπέμπει χωρίς κανόνες, δηλαδή κατά βούληση· αφού, τουλάχιστον για την τελευταία περίπτωση, θα έπρεπε να παραπέμπει στην Drago σε όλες τις επιστολές και μάλιστα αρκετές φορές, ενώ αντίθετα παραλείπει να τη μνημονεύσει ακόμη και όταν η ιταλίδα ερευνήτρια αφιερώνει 25 σελίδες σχολίων σε 1 επιστολή (1,10).
Στις εισαγωγές των επιστολών δεν υπάρχει συνήθως βιβλιογραφία όσων ασχολήθηκαν με αυτήν, ωσάν ο Β. να ήταν ο πρώτος μελετητής. Ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει λόγος, διότι τις πηγές και τα παράλληλα τα έχει συγκεντρώσει ο Mazal στην κριτική του έκδοση. Ανοίγω τυχαία την εισαγωγή στην επιστολή 2,7, όπου δεν μνημονεύει την πηγή των σχολίων. Τα τρία κυριότερα παραδείγματα που επικαλείται (ο μίμος Μοιχεύτρια, ο 5ος Μιμίαμβος του Ηρώνδα και οι στ. 893-923 από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη) δεν υπάρχουν στον Mazal· υπάρχουν όμως τουλάχιστον στους Bing-Höschele, άλλη μια «δεξαμενή» πληροφοριών, από την οποία ο Β. αντλεί «σιωπηρά» πολλές φορές. Το υπόμνημά τους είναι σύντομο και εύληπτο και έτσι το προτιμά από την απαιτητική και «βαρετή» Drago.
Ζήτημα δεύτερο: Οπως εξήγησα στην κριτική μου, η «καινοτομία» του υπομνήματος συνίσταται στην ενσωμάτωση νεοελληνικών και βιβλικών παραθεμάτων. Ετσι το βιβλίο γίνεται ελκυστικό, αλλά ο Β. δεν εξηγεί πουθενά ποια είναι η ερμηνευτική τους χρησιμότητα. Υποστήριξα ότι είναι μηδενική και μάλιστα προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη: όπως το βιβλικό παράθεμα «οφθαλμοί σου περιστεραί» ως σχόλιο στο χωρίο «οφθαλμοί μεγάλοι και διαυγείς»· ή το νεοελληνικό παράθεμα από τον Ελύτη για τα γυναικεία στήθη («τ' άγγιξα και μυρίσανε /σαν γυάκινθοι που ανθίσανε»), ενώ ο Αρισταίνετος συγκρίνει τα σγουρά μαλλιά της Λαΐδας με υάκινθο λόγω του σχήματός τους (κατά το ομηρικό πρότυπο). Και για να συνοψίσω: η ενσωμάτωση στον σχολιασμό αρχαιοελληνικού κειμένου νεοελληνικών και βιβλικών παραδειγμάτων απαιτεί τουλάχιστον κεντρική σύλληψη και σχεδιασμό, δηλαδή ερμηνευτικό πλαίσιο.
Ζήτημα τρίτο: Στο βιβλίο δεν διαφαίνεται κάποιος κεντρικός σχεδιασμός για τα σχόλια. Το τι και πώς σχολιάζει κάποιος σε μια φιλολογική έκδοση αποτελεί βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας ενός υπομνήματος. Εννοώ τις εκάστοτε φιλολογικές προτεραιότητες -γλωσσικές, ερμηνευτικές, εκδοτικές- οι οποίες βέβαια διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα και από κείμενο σε κείμενο. Τις προτεραιότητες τις καθορίζει το κείμενο και κυρίως η έρευνα που έχει προηγηθεί· και ο σκοπός του σχολιασμού είναι αφενός η καταγραφή των δεδομένων και αφετέρου η προαγωγή της έρευνας, όπου είναι δυνατόν. Για να σχηματίσει κάποιος εικόνα για τις προτεραιότητες της έκδοσης του Β., αρκεί να διαβάσει τις εισαγωγές στις επιστολές. Θα διαπιστώσει ότι είναι περιγραφικές και όχι συστηματικές, δηλαδή δεν συστηματοποιούν τα προβλήματα και δεν εκκινούν από το σημείο όπου βρίσκεται η έρευνα για να την πάνε ένα βήμα παρακάτω. Η απουσία συστηματικότητας υποδηλώνει ότι ο Β. δεν διαθέτει, μεταξύ των άλλων, την «τεχνική» φιλολογική παιδεία (ρητορική, υφολογική, ρυθμική), που είναι απαραίτητη για τον σχολιασμό ενός τέτοιου κειμένου.
Ζήτημα τέταρτο. Οσα προανέφερα θέτουν εκ των πραγμάτων το θεμελιώδες ερώτημα της πρωτοτυπίας της έκδοσης. Η νεοελληνική μετάφραση και η παρουσίαση και ο σχολιασμός των Επιστολών στη γλώσσα μας προσγράφονται κατ' αρχήν στα θετικά στοιχεία του βιβλίου. Ως προς το περιεχόμενο, η προσωπική σφραγίδα του Β. είναι δεδομένη, μόνο που -κατά δήλωση και του ιδίου- υπηρετεί την «ελκυστικότητα»: εύκολες εισαγωγές και όχι «στριφνά» φιλολογικά σχόλια σε ευχάριστες, έξυπνες και πικάντικες ιστορίες. Απουσιάζει η επιστημονική πρωτοτυπία, δηλαδή η προαγωγή της έρευνας, στο ερμηνευτικό, γλωσσικό και εκδοτικό επίπεδο. Ακόμη και στο θέμα της διακειμενικότητας, όπου οι πρωτότυπες ερμηνείες είναι δυνητικά απεριόριστες, ο Β. είτε σιωπά είτε συνοψίζει τα ερευνητικά δεδομένα. Χωρίς πρωτοτυπία, όμως, η επιστημονική έρευνα δεν εκπληρώνει την αποστολή της· και πρωτοτυπία στον σχολιασμό του Αρισταίνετου χωρίς «βαριά φιλολογία», την οποία ο Β. δηλώνει ότι απεχθάνεται, είναι αδύνατη. Η εκδοτική, γλωσσική και ερμηνευτική εμβάθυνση στο κείμενο των Επιστολών πολύ δύσκολα ανέχεται επικοινωνιακές τακτικές. Και φυσικά η επιδίωξη να είναι κάποιος ελκυστικός, όπως επιθυμεί ο Β., δεν δικαιολογεί την ανησυχητική χαλαρότητα, την οποία επιδεικνύει στην «αξιοποίηση» των πορισμάτων άλλων επιστημόνων, είτε με αποσιώπηση των πηγών του είτε με παραπλανητικές παραπομπές. Αλλά φυσικά η έλλειψη πρωτοτυπίας και η σιωπηρή «αξιοποίηση» ξένων ιδεών είναι συγκοινωνούντα δοχεία: η πρώτη, που είναι και η σοβαρότερη, μπορεί να οδηγήσει στη δεύτερη.
Σηµείωση «Β»: Στο προηγούµενο φύλλο, η διατύπωση του Β. Βερτουδάκη «δια µακρών» µεταφέρθηκε από αυτοµατισµό ως «διά µακρόν».
