Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Δεδομένου ότι βρισκόμαστε στον μήνα Ιούνιο και αναμένουμε την έναρξη της τουριστικής περιόδου προκύπτει εύλογο το ερώτημα αν οι κλιματολογικές συνθήκες επηρεάζουν τη μολυσματικότητα του κορωνοϊού. Σε πρόσφατη επιστημονική μελέτη ανακοινώθηκε ότι οι μεταδόσεις του κορωνοϊού παρατηρούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε περιοχές με συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι μέχρι τις 10 Μαρτίου 2020, παρατηρήθηκε σημαντική μετάδοση κατά μήκος μιας στενής ζώνης γεωγραφικού πλάτους τόσο σε ανατολικές όσο και δυτικές περιοχές της υφηλίου.
Αρχικά, οι περιοχές με έντονη διασπορά ήταν περίπου κατά μήκος 30° έως 50° στο Βόρειο Ημισφαίριο, συμπεριλαμβανομένων των Νότιας Κορέας, Ιαπωνίας, Ιράν και Βόρειας Ιταλίας. Επίσης κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2020 τόσο στην Ουχάν όσο και σε άλλες πληγείσες πόλεις, επικρατούσαν παρόμοιες κλιματολογικές συνθήκες (μέση θερμοκρασία 4-9°C). Αυτές οι πόλεις είχαν μεταβλητά επίπεδα σχετικής υγρασίας (RH: 44% -84%) αλλά σταθερά χαμηλή ειδική υγρασία (Q: 3-6 g/kg) και απόλυτη υγρασία (AH: 4-7 g/m3). Κατόπιν σύγκρισης διαφορετικών περιοχών, βρέθηκε ότι οι πόλεις με εκτεταμένη διασπορά Covid-19 είχαν σημαντικά χαμηλότερη μέση θερμοκρασία, και χαμηλότερη μέση ειδική υγρασία Q, ενώ αντίθετα δεν βρέθηκε συσχέτιση με τα επίπεδα της σχετικής υγρασίας. Οσο χαμηλότερη, επίσης, ήταν η μέση θερμοκρασία και η μέση ειδική υγρασία τόσο υψηλότερα τα επίπεδα διασποράς.
Σε μελέτη από τις ΗΠΑ μελετήθηκε η επίδραση της θερμοκρασίας, της υγρασίας και της ακτινοβολίας UV στη διασπορά του SARS-CoV-2. Από την ανάλυση βρέθηκε ότι η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην υγρασία σχετίζεται θετικά με τη μετάδοση του Covid-19 σε 4 πόλεις των ΗΠΑ. Αναφορικά με την επίδραση της θερμοκρασίας παρατηρήθηκε χαμηλότερος ρυθμός νέων κρουσμάτων έπειτα από 5 ημέρες όταν η θερμοκρασία σε μία δεδομένη ημέρα ήταν υψηλότερη από 52°F (ή 11°C). Για τις ημέρες, επίσης, που η θερμοκρασία ήταν μικρότερη από 52°F (ή 11°C) βρέθηκε σημαντική αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας και του ρυθμού των κρουσμάτων έπειτα από 5 ημέρες. Δηλαδή όσο μεγαλύτερη ήταν η θερμοκρασία τόσο μικρότερος ο αριθμός κρουσμάτων. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεδομένου ότι η συσχέτιση μεταξύ θερμοκρασίας και μετάδοσης είναι ασθενής, η μετάδοση του ιού είναι πιθανό να παραμένει υψηλή ακόμα και σε υψηλές θερμοκρασίες.
Σε διαφορετική μελέτη διερευνήθηκε η πιθανή συσχέτιση κλιματολογικών παραμέτρων με τη διασπορά του Covid-19 σε παγκόσμια κλίμακα. Η ανάλυση ανέδειξε ότι η μεγάλη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων Covid-19 συνέβη σε χώρες με χαμηλές θερμοκρασίες, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι χώρες αυτές είχαν υψηλό κοινωνικοοικονομικό προφίλ. Η συγκεκριμένη μελέτη υποδεικνύει τον πιθανό ρόλο της χαμηλής θερμοκρασίας στις μεταδόσεις ανεξάρτητα από άλλες παραμέτρους που σχετίζονται με τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της χώρας.
Παρόμοια μελέτη σε διαφορετικές περιοχές Wuhan και XiaoGan της Κίνας ανέδειξε ότι η θερμοκρασία ήταν η μόνη μετεωρολογική παράμετρος που βρέθηκε να σχετίζεται αντίστροφα με την επίπτωση του Covid-19. Δηλαδή όσο μεγαλύτερη η θερμοκρασία τόσο μικρότερος ήταν ο ρυθμός μεταδόσεων του ιού. Σε αντίστοιχη μελέτη στο Οσλο βρέθηκε ότι η μέγιστη και η κανονική θερμοκρασία σχετίζονται θετικά με τα κρούσματα Covid-19. Αντίθετα τα επίπεδα κατακρήμνισης (ύψος βροχόπτωσης) που εκτιμήθηκε στις 7 π.μ. καθημερινά, βρέθηκε να σχετίζεται αρνητικά με τον Covid-19 (δηλαδή όσο χαμηλότερα επίπεδα κατακρήμνισης τόσο μεγαλύτερα τα επίπεδα μετάδοσης του ιού).
Σε άλλη μελέτη από το Center for Systems Science and Engineering στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins βρέθηκε ότι το 60% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων Covid-19 εντοπίστηκε σε περιοχές που η εξωτερική θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ 5°C και 15°C. Επιπλέον, περίπου το 73,8% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων εντοπίστηκε σε περιοχές με απόλυτη υγρασία από 3 έως 10 g/m3. Τα ευρήματά αυτά υποδηλώνουν ότι παρότι οι μεταδόσεις εξαρτώνται από πολλές παραμέτρους, υπάρχει μια κλιματική ζώνη η οποία ευνοεί τη συγκέντρωση του ιού SARS-CoV-2 στο περιβάλλον (συμπεριλαμβανομένων των επιφανειών των αντικειμένων) και συνεπώς συμβάλλει στην πιο αποτελεσματική διασπορά του ιού.
Συμπερασματικά διαφορετικές μελέτες καταλήγουν σε παρόμοια αποτελέσματα ότι σε περιοχές με συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος με σχετικά χαμηλή μέση θερμοκρασία και υγρασία ευνοείται η μετάδοση του SARS-CoV-2. Οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες δεν ευνοούν ιδιαίτερα τις μεταδόσεις αλλά ο καιρός από μόνος του αν δεν τηρούμε τα μέτρα πρόληψης δεν αρκεί για να μας «προστατεύσει» από πιθανή επιδημία. Το μήνυμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία και λόγω του επερχόμενου τουρισμού.
Ο Δημήτριος Παρασκευής είναι καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών.
Ο Νικόλαος Θωμαΐδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών