«Η Μόσχα είναι σαν την Ιθάκη του Καβάφη»
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Μαρία Κεχαγιόγλου και η Αθηνά Μαξίμου μιλούν για τους ρόλους τους στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ, που ανεβαίνουν σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη - Ολγα
1 Η παράσταση έχει να κάνει πολύ με την έννοια του χρόνου, της μνήμης και της ματαίωσης. Γι' αυτό ο Δημήτρης Καραντζάς έχει επιλέξει εμάς που ηλικιακά απέχουμε από τις ηρωίδες του Τσέχοφ. Πρόκειται για τρεις γυναίκες εγκλωβισμένες μέσα σ' έναν χωρόχρονο αφηρημένο, όπου ξεκινούν για άλλη μία φορά να ορίζουν ένα τοπίο μνήμης στο οποίο θέλουν να επιστρέφουν. Και είναι κάτι που επιχειρούν συχνά επειδή εκεί υπάρχει η ελπίδα και η προσδοκία - στην εποχή της νεότητας. Σιγά σιγά αυτόν τον άδειο χώρο τον γεμίζουν με έπιπλα, μνήμες, ανθρώπους, μικροπράγματα, όλα όσα ορίζουν τη ζωή μας. Τελικά, δεν πετυχαίνουν κάτι, δεν μπορούν ν' αλλάξουν κάτι έτσι κι αλλιώς. Ισα ίσα ασφυκτιούν ξανά μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, ο οποίος τις καταπίνει και τις καταπιέζει σε σημείο που να μην μπορούν να κινηθούν ξανά. Ολο το φορτίο που κουβαλάμε στη μνήμη μας.
Η Ολγα είναι η ηρωίδα που γνωρίζουμε, μια γυναίκα με μεγάλη ευγένεια, η μεγαλύτερη της οικογένειας, αυτή που εργάζεται. Ηδη από την πρώτη πράξη είναι δασκάλα στο σχολείο, κουράζεται πάρα πολύ, θα ήθελε να είναι παντρεμένη, πιστεύει ότι θα ζούσε καλύτερα γιατί αυτή η δουλειά η οποία κάνει την καταπιέζει, την κουράζει και την εκνευρίζει. Είναι αυτή που θα συμπαρασταθεί στις αδελφές της. Υπάρχει ένας κόσμος αγάπης που διατρέχει το έργο και τις σχέσεις αυτών των γυναικών. Στο τέλος ίσως δίνει κι αυτή ένα μήνυμα ελπίδας με την έννοια ότι προσπαθεί να κρατηθεί απ' αυτό όταν τα πάντα γύρω τους ματαιώνονται και καταρρέουν. Εναποθέτουν πια τα όνειρα και τις ελπίδες τους σ' έναν κόσμο που θα έρθει έπειτα από αυτές και ίσως θα δικαιώσει αυτή τη ζωή που μοιάζει τώρα να μην έχει νόημα. Θυμηθείτε ότι το έργο είναι γραμμένο το 1800, στα πρόθυρα των μεγάλων ρωσικών επαναστάσεων, οπότε μιλάμε για ένα φωτεινό μέλλον το οποίο έρχεται καλπάζοντας για να φέρει την αισιοδοξία, την ελπίδα, τη χαρά, την ευτυχία. Κι ερχόμαστε εμείς τώρα, στο 2020, δύο αιώνες μετά, και γνωρίζοντας την ιστορική ματαίωση έχουμε να συνδιαλλαγούμε ακριβώς με την ιστορική μνήμη. Ξαφνικά αυτά που λέει ο Τσέχοφ θα μπορούσαν να ισχύουν για τον σημερινό άνθρωπο: η ελπίδα δηλαδή ότι ύστερα από 200-300 χρόνια η ανθρωπότητα θα είναι διαφορετική. Εχοντας βιώσει όμως αυτή τη συλλογική, κοινωνική εμπειρία της ματαίωσης των ελπίδων, σχεδόν αποκτούν κάτι κωμικοτραγικό, γκροτέσκο. Υπάρχει ένα γέλιο που διατρέχει όλο αυτό. Ενας σαρκασμός. Γι' αυτό κι έλεγε τα έργα του κωμωδίες και στην Ελλάδα ειδικά όλοι αναρωτιόμαστε γιατί. Αλλά οι Ρώσοι τα παίζουν έτσι.
2 Ενας χαρακτήρας που όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο με αντιπροσωπεύει είναι ο Τσεμπουτίκιν, ο οποίος στην τρίτη πράξη έχει έναν συγκλονιστικό μονόλογο. Καίγεται η πόλη κι αυτός έχει μεθύσει και λέει πράγματα που νομίζω ότι είναι η επιτομή της υπαρξιακής μας αγωνίας. Λέει: «Μπορεί καν να μην είμαι άνθρωπος, αλλά να προσποιούμαι πως έχω χέρια, πόδια, κεφάλι. Μπορεί να μην υπάρχω καθόλου και να μου φαίνεται απλώς πως περπατάω, πως τρώω, πως κοιμάμαι. Ω, ας γινόταν να μην υπάρχω». Και μετά λέει: «Μπορεί να νομίζουμε πως υπάρχουμε, ενώ στην ουσία είμαστε ανύπαρκτοι. Δεν ξέρω τίποτα. Κανείς δεν ξέρει τίποτα». Είναι καταπληκτικό. Εμένα προσωπικά πολλές φορές μου συμβαίνει. Η ζωή μοιάζει σαν μια ψευδαίσθηση.
3 Συνδέω την παράσταση και τον Τσέχοφ με την έννοια της αδράνειας. Με το ότι έχουμε επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω μας και δεν κάνουμε τίποτα. Αυτό ισχύει και για μας τώρα, για τα χρόνια που ζούμε, για το χάος της κρίσης, για την καταστροφή που συμβαίνει γύρω μας σε επίπεδο περιβαλλοντικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό. Και βλέπεις ότι υπάρχει μια αδράνεια αμλετικής φύσης. Σαν να αναρωτιόμαστε τι νόημα έχει να κάνουμε οτιδήποτε. Κι αυτό είναι το μεγάλο λάθος. Αυτό τονίζεται στην παράστασή μας πάρα πολύ. Ηδη από το πώς αρνείται η Μάσα στην αρχή να μπει, στο ότι μπορεί να ξετυλιχτεί ένα χαλί κάτω από τα πόδια μας και να μη βοηθήσουμε σ' αυτό. Στο να βάλουμε το χεράκι μας να μετακινήσουμε ένα αντικείμενο, ούτε καν αυτό.
4 Για την ανθρώπινη κατάσταση μιλάει περισσότερο το έργο, παρά για το θέμα των φύλων. Σίγουρα είναι γραμμένο σε μια συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη. Είναι τρεις γυναίκες που θα εναπέθεταν τις ελπίδες τους σε έναν επιτυχημένο έρωτα. Υπάρχει βέβαια από πάνω τους και το βάρος του πατέρα. Θα έλεγε κανείς ότι πέφτει πολύ περισσότερο στον αδελφό. Αυτός μιλάει για το πώς απελευθερώθηκε το σώμα του μετά τον θάνατο του πατέρα. Τι ήθελε ο πατέρας γι' αυτόν να γίνει, το πώς όρισε τη ζωή του.
Μαρία Κεχαγιόγλου - Ιρίνα
1 Ο δικός μου ρόλος είναι η μεσαία αδελφή. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της συνεχούς επιθυμίας για μια επιστροφή σ' έναν κόσμο που θα μπορούσε ν' αλλάξει για τις τρεις αδελφές και για το περιβάλλον τους. Η Μάσα είναι η πιο αποστασιοποιημένη. Ή τη βλέπουμε να είναι φαινομενικά κάπως πιο αποστασιοποιημένη σε σχέση με την επιθυμία για τη Μόσχα - την οποία ας ονομάσουμε «αναζήτηση της ευτυχίας». Είναι αυτή που ενώ έχει σύζυγο ερωτεύεται. Ενα κομμάτι της ανοίγει κι ερωτεύεται έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν αναπτύσσεται αυτός ο έρωτας. Καταλήγει, λοιπόν, κι αυτή ξανά εγκλωβισμένη στο περιβάλλον από το οποίο ξεκίνησε. Σε μια παγωνιά. Αν ζητάμε το καλοκαίρι ή την άνοιξη, γι' αυτές παραμένει ένα σκοτεινό τοπίο. Ολο αυτό αφορά τη διπλή υπόσταση που κουβαλάμε όλοι. Από τη μια φοβόμαστε και από την άλλη λαχταράμε κάτι πολύ. Από τη μια υπάρχει το μάταιο και από την άλλη η ανάγκη, η επιθυμία για ζωή.
2 Υπάρχει μια φράση του Βερσίνιν που νομίζω ότι ο Δημήτρης Καραντζάς τη σκέφτεται σαν να διατρέχει όλη την παράσταση. Λέει: «Πώς θα ήταν αν είχα την ευκαιρία ν' αλλάξω τη ζωή μου. Αν ζούσα δεύτερη ζωή. Αν η μία που έζησα ήταν το προσχέδιο και η τωρινή το τελικό κείμενο». Είναι σαν όλα τα πρόσωπα του έργου και η διαδρομή που κάνει το καθένα να είναι μια συμπυκνωμένη ζωή. Με την ελπίδα και την προσδοκία, τ' ανεβοκατεβάσματα που έχει, τις πυρκαγιές, τις γέννες, τους λάθος γάμους, τις σχέσεις αντιπαλότητας, αλληλεγγύης, σχέσεις ανολοκλήρωτες, ανθρώπους που δεν μπορούν ν' αγαπήσουν, που κάτι τους δυσκολεύει, θανάτους. Το τέλος σαν να είναι ένας τάφος.
3 Για μένα δεν έχει αποτυπώσει άλλος κανείς συγγραφέας τόσο γλαφυρά την ανθρώπινη υπόσταση. Με όλες τις εκφάνσεις. Με τη θλίψη, τη γελοιότητα, τη μελαγχολία, τον εγκλωβισμό, την καταπίεση, την προσδοκία, την πλήξη, την ποταπότητα, τη μικροψυχία. Εγώ μπορώ να καθρεφτιστώ σε όλους τους ήρωες. Σε όλα τα έργα. Και τους άνδρες και τις γυναίκες.
4 Υπάρχει μια σκιά ανδρική πάνω απ' αυτές τις γυναίκες. Υπάρχει ο πατέρας, μια δεσποτική φιγούρα. Ενας νεκρός, τον οποίο ακόμα και τώρα λατρεύουν. Οι φτερούγες προστασίας του έχουν γίνει και δεσμά. Εγώ πιστεύω ότι και τα τέσσερα παιδιά έχουν επηρεαστεί απ' αυτήν τη δυναμική, αυταρχική μορφή. Σαν να μην έχουν κόψει τον ομφάλιο λώρο. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί εμένα προσωπικά. «Κουβαλάμε» τους γονείς μας με τα καλά και τα άσχημά τους, ώστε είναι αδύνατον να μη μεταφέρεις κάποια προβλήματα στην επόμενη γενιά. Νομίζω ότι τα τραύματα κληροδοτούνται. Νομίζω ότι επειδή ο Τσέχοφ είχε και ο ίδιος έναν πολύ αυταρχικό πατέρα και πολλά αδέλφια έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά με κάποιο τρόπο.
Αθηνά Μαξίμου - Μάσα
1 Συμφωνώ με αυτό που λέει η Καρυοφυλλιά για την προσέγγιση του ρόλου. Η βασική φόρμα είναι η παράσταση. Η παράσταση πρέπει να υπηρετηθεί κι όχι ο καθένας ξεχωριστά. Οχι ο προσωπικός ναρκισσισμός του, ο ρόλος και η ερμηνεία του. Είναι μια συλλογική ερμηνεία μια παράσταση. Αυτό είναι το τοπίο της μνήμης και οφείλω να ομολογήσω, εμένα προσωπικά, με συγκινεί πολύ βαθιά, επειδή συχνά αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν ξαφνικά γυρνούσε ο χρόνος πίσω και μπορούσες να ξανασυναντήσεις ανθρώπους που έχεις χάσει, που έχουν πεθάνει. Σε στιγμές που ακόμα είναι πάρα πολύ ζωντανές στη μνήμη, τι θα έκανες, πώς θα μιλούσες, πώς θα ξανακουμπούσες ένα πρόσωπο που βρίσκεται σ' αυτήν την περιοχή. Είναι ξαφνικά σαν αυτή η προσωπική υπαρξιακή ανθρώπινη ανάγκη να βρίσκει έναν χώρο μέσα σ' αυτό το τοπίο της συγκεκριμένης ανάγνωσης των «Τριών αδελφών». Μπαίνοντας σ' αυτήν την περιοχή μνήμης, άλλες φορές τη φέρνουμε εμείς κι άλλες τη βρίσκουμε μπροστά μας. Παρόλο που υπάρχουν σημεία που σε πληγώνουν, περιοχές πολύ επώδυνες κι οδυνηρές, ταυτόχρονα μέσα σ' αυτές υπάρχει μια παράξενη ανάγκη να τις ξαναζήσεις κι έχουν μια παράξενη χαρά. Το ότι θα έρθεις ξανά αντιμέτωπος μ' αυτές, έχοντας την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να μετακινηθεί, ν' αλλάξει, κάτι να ειπωθεί που δεν ειπώθηκε. Ο Τσέχοφ είναι ένας συγγραφέας μοναδικός με την έννοια ότι προσεγγίζει τα πρόσωπά του, τους χαρακτήρες του, χωρίς να τους κρίνει, αλλά με μια τρομακτική αγάπη. Δικαιώνει όλα τα πρόσωπα, χωρίς να λέει εδώ είναι το σωστό, εδώ είναι το λάθος, έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος, έτσι δεν πρέπει να είναι. Είναι σαν να λέει στον θεατή της κάθε εποχής «κοιτάξτε πώς είμαστε, είμαστε κωμικοτραγικοί, είμαστε τραγικοί και κωμικοί ταυτόχρονα». Απευθύνεται στον κοινό υπαρξιακό πυρήνα της ανθρωπότητας. Η αναζήτηση της ευτυχίας, πώς θα είναι η ζωή χωρίς εμάς μετά, τι κάνουμε εμείς τώρα, πώς χτίζουμε μια νέα κοινωνία γι' αυτούς που θα έρθουν. Είναι λίγο η Μόσχα σαν την Ιθάκη του Καβάφη. Που βέβαια αυτά τα πρόσωπα δεν φτάνουν ποτέ εκεί. Αυτό που μετράει τελικά είναι το ταξίδι, η αναζήτηση. Ιθάκες δεν υπάρχουν, αλλά είναι το ίδιο το ταξίδι που αξίζει. Κι όσο ένας άνθρωπος το αντιλαμβάνεται τόσο μπορεί να βρει μικρές στιγμές ευτυχίας και πληρότητας. Οσο επιμένεις να φτάσεις εκεί, χάνοντας όμως το παρόν και τη διαδρομή γιατί το μόνο μέλημά σου εμμονικά είναι το εκεί, τόσο πιο άπιαστο είναι το τελευταίο.
2 Είναι αυτή η φράση που είπε η Αθηνά του Βερσίνιν. «Σκέφτομαι πολλές φορές πώς θα ήταν αν άρχιζε κανείς τη ζωή του από την αρχή. Ομως εντελώς συνειδητά. Αν η μια ζωή που έζησε ήταν το προσχέδιο και η δεύτερη το τελικό κείμενο». Υπάρχουν τόσες συγκλονιστικές στιγμές στη διάρκεια του έργου. Δηλαδή ο αποχαιρετισμός της Μάσα με τον Βερσίνιν, ο θάνατος του Τούζενμπαχ, το φινάλε, οι τρεις μονόλογοι των τριών αδελφών, η εξομολόγηση του Αντρέι, τα προσωπικά του Τσεμπουτίκιν.
3 Εχει μια φράση που λέει πάλι ο Βερσίνιν: «Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για τις υψηλότερες σκέψεις. Γιατί όμως δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με την καθημερινότητά μας;». Εδώ βρίσκεται ο Τσέχοφ.
4 Περισσότερο μιλάει για τα υπαρξιακά ερωτήματα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος και για την πραγματικότητα στην οποία πρέπει ν' αντεπεξέλθει. Δεν είναι τόσο θέμα φύλου. Μιλάει το έργο για μια αναπηρία πράξης και δράσης. Ενώ υπάρχουν όλα αυτά τα ερωτήματα τα υπαρξιακά, τα ανθρώπινα, σαν οι άνθρωποι να είναι ανάπηροι να κάνουν κάτι για τη ζωή τους.
info
«Οι τρεις αδελφές», σκηνοθεσία Δ. Καραντζά. Από τις 17/1 στο Θέατρο Βεάκη (Στουρνάρη 32, τηλ. 210-5223.522). Μετάφραση: Αλέξανδρος Ισαρης – Γιώργος Δεπάστας. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης, Υβόννη Μαλτέζου και Δημήτρης Πιατάς. Εισιτήρια (15-20 ευρώ): viva.gr
