Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει, μέσω του μαξιλαριού ρευστότητας και των πρωτογενών της πλεονασμάτων, τη χρηματοδότηση των Γενικών Χρηματοδοτικών Δημοσιονομικών της Αναγκών (GFN) ως το 2022. Αυτή είναι η κανονική υπόθεση εργασίας για την ελληνική οικονομία. Μπορεί να απειληθεί η κανονικότητα αυτή; Θα μπορούσε από τρεις πηγές κινδύνου: Ο ένας είναι το σχέδιο επανοργάνωσης του τραπεζικού τομέα που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια νέα δημοσιονομική απαίτηση. Η δεύτερη είναι η ιδιότυπη απειλή των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν κάποια δισεκατομμύρια ευρώ, στον βαθμό που θα μετατραπούν σε δημοσιονομικές αποφάσεις. Η τρίτη είναι οι ίδιες οι αποφάσεις της κυβέρνησης. Δηλαδή η παρούσα ή η επόμενη να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο πλαίσιο υποχρεώσεων με σκοπό να βελτιώσει την πολιτική της απήχηση.

Η παροχολογία πολλές φορές έχει εκληφθεί από την αντιπολίτευση ως απόπειρα να διαρραγεί το πλαίσιο των δημοσιονομικών υποχρεώσεων. Ομως εάν κάποιος αθροίσει προσεκτικά τις πραγματικές εκροές που συνεπάγονται οι δημοσιονομικές παροχές θα διαπιστώσει ότι είναι ένα ποσό που αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 1 – 1,2 δισ. ευρώ. Συνεπώς δεν φαίνεται να παίρνει μια ανεξέλεγκτη μορφή τουλάχιστον για το 2019.

Ομως ήρθε μια κυβερνητική απόφαση η οποία μάλλον τοποθετείται έξω από τα περιθώρια των αναμενομένων και μάλιστα αφορά τον πολύπαθο ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται γύρω στο 11%!

Ολοι αναμέναμε μια αύξηση του κατώτατου μισθού, λόγω θετικών οικονομικών εξελίξεων, αφού ακόμη και η παραγωγικότητα της εργασίας έχει τώρα θετικό πρόσημο, και βεβαίως κατάργηση του υποκατώτατου. Ομως η αύξηση είναι μεγάλη! Αναζητούμε μια οικονομική αιτιολόγηση αλλά δεν μπορούμε να βρούμε. Προφανώς η άνοδος της παραγωγικότητας δεν τη δικαιολογεί, όπως ούτε τα αποτελέσματα των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα. Επίσης δεν τη δικαιολογούν και οι μακροοικονομικές εξελίξεις. Αρα είναι πολιτικό το υπόβαθρό της!

Ο δημοσιονομικός κίνδυνος (sovereign risk) όμως προσδιορίζεται από οικονομικούς, πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες, τις εξωτερικές ανισορροπίες, την εσωτερική πολιτική, τον τραπεζικό τομέα, την κατάσταση του εταιρικού χρέους και το επίπεδο, τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, τον πολιτικό κίνδυνο και το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Πραγματοποιήθηκε λοιπόν η έξοδος στις αγορές για 2,5 δισ. ευρώ σε πενταετή διάρκεια υπό το Αγγλικό (εξωενωσιακό;) Δίκαιο (!). Αναμενόταν ένα επιτόκιο 3,2 με 3,7 ενώ τελικά κινήθηκε στο άνω άκρο, δηλαδή στο 3,6%. Περίπου δέκα φορές μεγαλύτερο από το Πορτογαλικό!

Φαίνεται λοιπόν από τα πραγματικά στοιχεία της εξόδου ότι ο κίνδυνος για τη χώρα αυξήθηκε τελευταία έστω και ελαφρά, ένδειξη ότι απειλείται η κανονικότητά της.

Συμπερασματικά ήταν μια δυσκολότερη του αναμενομένου έξοδος, η δε σύμπτωσή της με την αύξηση του κατώτατου μισθού όχι η καλύτερη έμπνευση.

Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ