Στη χώρα του Αυνάν δεν βαριέσαι ποτέ. Πολιτικοί γάμοι και διαζύγια, τρίλειρες και μακροπουπουλάτες που τις φλερτάρουν πιλότοι, κουρελούδες με πολύχρωμη πλέξη, προδοσίες, αλισβερίσια και χουντικοί ύμνοι.

Υπεύθυνος για όλα αυτά είναι ο Αυνάν και οι θαυμαστές του που δημιούργησαν το Αυνανιστάν, τη χώρα της παλινδρόμησης.

Ο Αυνάν είναι βιβλικό πρόσωπο που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Παρεξηγημένος γιατί ταυτίστηκε με την ερωτική αυτοϊκανοποίηση ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένας υστερόβουλος και ιδιοτελής που αγαπούσε τα χρήματα. Ηταν δευτερότοκος γιος του Ιούδα. Ο μεγάλος του αδερφός, ο Ηρ, είχε παντρευτεί τη Θάμαρ η οποία ωστόσο έμεινε γρήγορα χήρα.

Τότε ο Ιούδας υποχρέωσε τον Αυνάν να παντρευτεί τη Θάμαρ ώστε να δώσει απόγονο στον μεγάλο του αδερφό. Ο πονηρός Αυνάν επειδή γνώριζε πως σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο ο απόγονος θα του έπαιρνε τα πρωτοτόκια και θα διεκδικούσε όλη την πατρική περιουσία, «όταν εισήρχετο προς τη γυναίκα του αδερφού αυτού εξέχεεν επί της γης του μη δούναι σπέρμα τω αδερφώ αυτού».

Ο Αυνάν λοιπόν υπερασπιζόταν τα οικονομικά του συμφέροντα όχι όμως με τον τρόπο που όλοι φανταζόμαστε σήμερα. Το τέλος του ήταν άσχημο, θανατώθηκε από την υπέρτατη οντότητα, πρόλαβε όμως να γίνει για πολλούς σύμβολο. Παρεξηγημένο βέβαια γιατί άλλο πρεσβεύει και άλλο αντιλαμβανόμαστε. Στην πραγματικότητα «αυνανιστής» σημαίνει συμφεροντολόγος, ιδιοτελής. Αυτός που δρα με γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον και κάθε άλλο παρά αποχαυνωμένος είναι. Που νοιάζεται για την τσέπη του, για το δικό του αύριο αψηφώντας το γενικό καλό.

Είναι ένας φιλοκερδής που αποφεύγει με κουτοπονηριές να εφαρμόσει τον νόμο για να καρπωθεί χρήματα και οφίτσια που στην πραγματικότητα δεν του ανήκουν.

Αυνανιστάν λοιπόν. Η χώρα των ιδιωφελών, των κερδοσκόπων και των καιροσκόπων.

Του σαρκασμού και της ναρκισσιστικής περαίωσης. Της πολιτικής αποχύμωσης και του εμπορίου των πολιτικών παρασήμων. Και όπως μας θύμισε ο αιθεροβάμων λοκατζής των Απόκρεω: «Ο άνδρας που γεύεται την γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του». Α ρε Ψωροκώσταινα, πού να ‘ξερες.