«Τα έργα τέχνης έχουν αποδειχθεί η καλύτερη μορφή επένδυσης σε σύγκριση με την πλειονότητα των μετοχών και των μερισμάτων της τελευταίας τριακονταετίας» διακήρυττε μέσω της εκπομπής οικονομικού περιεχομένου του BBC εν έτει 1966 ο τότε πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών Σόθμπις Πίτερ Ουίλσον. Πενήντα τρία χρόνια μετά η ρήση του έχει ακόμη ισχύ και πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως η τοποθέτηση χρημάτων στην αγορά τέχνης αποτελεί μια ασφαλή επένδυση. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει πως ο συγκεκριμένος χώρος δεν υιοθετεί τους νόμους της αγοράς, δεν υπόκειται σε αλλαγές, σκαμπανεβάσματα και κλυδωνισμούς και βεβαίως δεν ακολουθεί τάσεις που διαρκώς μεταβάλλονται.

Τα πρώτα στοιχεία για τη χρονιά που έφυγε δείχνουν πως η ανοδική πορεία στην αγορά τέχνης συνεχίζεται μετά την πτώση που σημειώθηκε την περίοδο 2014 – 2016. Κι αν το 2017 χαρακτηρίστηκε ως το έτος που έδωσε το «φιλί της ζωής» με αύξηση στον χώρο των δημοπρασιών της τάξης του 12% και παγκόσμιο τζίρο 63,7 δισ. δολάρια, σε καλό επίπεδο φαίνεται ότι κινήθηκε και το 2018 με τους Σόθμπις να κάνουν λόγο για άνοδο της τάξης του 11% και τους Κρίστις για 6%.

Πρωταγωνιστές της αγοράς κατά το 2018 που μόλις έφυγε ήταν οι αφροαμερικανοί καλλιτέχνες, οι οποίοι κατάφεραν να αναδειχθούν σε υπολογίσιμη δύναμη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα (ιδρύματα, συλλογές, εκθέσεις σε γκαλερί και δημοπρασίες). Η τάση αυτή, αν και καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια έγινε, ξεκάθαρη το 2018. Δεν είναι μόνο οι αφροαμερικανοί καλλιτέχνες όμως που έκαναν τη διαφορά, αλλά και η ίδια η αφρικανική ήπειρος, η οποία φαίνεται πως κάνει ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία της στον πολιτιστικό χάρτη καθώς διαρκώς αυξάνεται ο αριθμός των μουσείων – τόσο στην Αφρική όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες – που αφιερώνουν πτέρυγες ή αφιερώνονται εξ ολοκλήρου στην αφρικανική τέχνη και πολιτισμό.

Νίκη μέσα στη χρονιά διεκδικούν και οι γυναίκες, οι οποίες μπορεί να χρειάζονται ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να εξισωθούν στις δημοπρασίες οι τιμές των έργων τους με εκείνες των ανδρών συναδέλφων τους, ωστόσο ολοένα και κερδίζουν έδαφος τόσο στις δημοπρασίες όσο και στην αναγνώριση της δουλειάς τους. Και οι δύο προαναφερθείσες αλλαγές μπορεί να μην είναι εύκολα ορατές σε όσους δεν παρακολουθούν στενά την αγορά, αλλά είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτες, αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι ο κόσμος της τέχνης κυριαρχείται από ευρωπαίους ή βορειοαμερικανούς λευκούς άνδρες.

ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗ. Η Ασία εξακολουθεί να κρατά τα τελευταία επτά χρόνια τα ηνία της πιο ισχυρής αναπτυσσόμενης αγοράς καθώς το 30% των πωλήσεων ιμπρεσιονιστικών και μοντέρνων έργων καταλήγει σε ασιατικές χώρες με πλέον δραστήριες την Κίνα και τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι έμπειροι δυτικοί επαγγελματίες του χώρου ωστόσο εκτιμούν ότι οι νεόκοποι ασιάτες συλλέκτες, αν και ξέρουν τους κανόνες της αγοράς ώστε να παίξουν δυνατά τα χαρτιά τους, δεν γνωρίζουν τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν ως εμπλεκόμενοι με την τέχνη όπως επί παραδείγματι ότι θα πρέπει να απευθύνονται ή έστω να ενημερώνουν τους επίσημους εκπροσώπους των καλλιτεχνών (ιδρύματα, γκαλερί κ.λπ.) όταν οργανώνουν μια έκθεση κι όχι να βασίζονται σε υλικό που συγκεντρώνουν εκ των ενόντων χωρίς ασφαλή τεκμηρίωση. Η άλλοτε με ισχυρή παρουσία Λατινική Αμερική φαίνεται να υποχωρεί και στη θέση της να αναδύεται το άστρο της Αφρικής, θέση με την οποία αρκετοί διαφωνούν καθώς πιστεύουν ότι γίνεται απλώς πολύς λόγος για τη συγκεκριμένη περιοχή χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο οικονομικό τουλάχιστον αντίκρισμα, αφού ώς τώρα η παρουσία της είναι περιορισμένη στη διεθνή αγορά και εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο αχαρτογράφητο.

ΤΑΣΕΙΣ. Οι προβλέψεις για το 2019 ωστόσο δεν φαίνονται ιδιαιτέρως αισιόδοξες, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας στην Κίνα και της εύθραυστης αμερικανικής οικονομίας σε συνδυασμό με τους αργούς ρυθμούς ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα. Η συνισταμένη των συνθηκών αυτών οδήγησε τον διευθύνοντα σύμβουλο των Σόθμπις, Ταντ Σμιθ, να εκτιμά ότι οι συνθήκες στην αγορά για το 2019 θα είναι ελαφρώς πιο συγκρατημένες σε σύγκριση με τα δεδομένα του 2017 ή και του πρώτου εξαμήνου του 2018. Αν και πολλοί έχουν επενδύσει τις προσδοκίες τους στην Κίνα, η λογοκρισία και ο περιορισμός στη χρήση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εκτιμάται ότι θα περιορίσει την καλλιτεχνική ελευθερία και τους ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς. Το επικείμενο Brexit είναι ένας ακόμη παράγοντας που προκαλεί μεν προβληματισμό, ωστόσο όπως όλα δείχνουν το Λονδίνο δεν θα επηρεαστεί ιδιαίτερα καθώς έχει γερές βάσεις στη διεθνή αγορά ως ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της. Πρόβλημα ωστόσο αναμένεται να υπάρξει και αν τελικά «στερέψει» για λόγους ηθικής τάξης μια μεγάλη πηγή που τροφοδοτούσε την τέχνη. Κι αυτή δεν είναι άλλη από το θησαυροφυλάκιο του ηγέτη της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν. Γνωστός στο ευρύ κοινό από την υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και από τις καταγγελίες παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο αμφιλεγόμενος ηγέτης, αν και είχε μπει δυναμικά στην αγορά της τέχνης αποκτώντας μερίδιο στην εταιρεία που διοργανώνει από τις μεγαλύτερες φουάρ παγκοσμίως σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και προσεχώς στο Λος Αντζελες, την Φριζ, έναντι 400 εκατ. δολαρίων, τελικά η επένδυση φαίνεται να είναι στον αέρα καθώς οι βασικοί μέτοχοι έχουν δεύτερες σκέψεις. Στο μεταξύ κλειστά κρατούν προς τα παρόν τα χαρτιά τους και οι Σόθμπις, οι οποίοι επρόκειτο να συνεργαστούν με τον Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν για τη δημιουργία μιας «πόλης τέχνης» στο πλούσιο σε αρχαιολογικά ευρήματα τμήμα της ερήμου της Σαουδικής Αραβίας. Η διαρκώς αρνητική δημοσιότητα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο βασικός χρηματοδότης ωστόσο δεν συμβάλλει στην εξέλιξη της επένδυσης.