Απέχουμε μόλις έξι μήνες από τις επόμενες ευρωεκλογές και τα σημάδια είναι ήδη αρκετά που δείχνουν ότι θα είναι μια αναμέτρηση ενισχυτική για τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς και οπισθοχώρησης για τις κατεστημένες δυνάμεις. Από επεξεργασίες δημοσκοπικών δεδομένων που επιχειρούνται από ορισμένους φορείς (Poll of Polls) συνάγεται ότι οι απώλειες θα είναι σημαντικά μεγαλύτερες για την πολιτική ομάδα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (S&D), όπως και για την ομάδα των συντηρητικών-ευρωσκεπτικιστικών (ECR), ενώ κερδίζουν οι Φιλελεύθεροι, οι Πράσινοι και οι δεξιοί εθνικο-λαϊκιστές (ΕNF).

Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη αποδίδεται σε παράγοντες κοινωνικο-οικονομικούς (ανισότητες, ανεργία, εισοδηματικές απώλειες), πολιτισμικούς (πολυπολιτισμικότητα, μετανάστευση) και συγκυριακούς (κρίση, αύξηση των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών). Ανεξαρτήτως των συνθηκών που επικρατούν, το έδαφος για την άνοδο της Ακροδεξιάς γίνεται εύφορο όταν περιορίζεται η πολιτική εμπιστοσύνη, μειώνονται οι προσδοκίες για το μέλλον και αυξάνεται ο πολιτικός κυνισμός. Τότε οι πολιτικές ευκαιρίες διευρύνονται για εκείνα τα κόμματα και το τμήμα της πολιτικής ελίτ που δεν αθροίζονται στο πολιτικό και το κομματικό κατεστημένο, ενώ με τη ρητορική, τις θέσεις ή και τις πρακτικές τους εκτονώνουν τα αισθήματα απογοήτευσης, διαμαρτυρίας και κυνισμού των πολιτών.

Πώς η κατεστημένη, δημοκρατική, πολιτική σκηνή μπορεί να ξανακερδίσει εκείνους που την εγκαταλείπουν κινούμενοι στα άκρα; Τρία μοντέλα έχουν συζητηθεί: εκείνο των συνταγματικών περιορισμών μιας «μαχόμενης δημοκρατίας» που στρέφεται με θεσμικά μέσα εναντίον των εχθρών της, το μοντέλο της «υγειονομικής ζώνης» (cordon sanitaire) που στηρίζεται σε άτυπες συνεννοήσεις σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας προκειμένου να δημιουργηθεί μια ασπίδα προστασίας της δημοκρατίας έναντι εκείνων που την υπονομεύουν και ένα φιλελεύθερο μοντέλο πολιτικού ανταγωνισμού που αφήνει στην «πολιτική αγορά» να αποφασίσει σε σχέση με τους «φίλους» και τους «εχθρούς» της δημοκρατίας.

Επειδή κατά βάση είναι το τρίτο μοντέλο που επικρατεί και, συνεπώς, είναι ο εκλογέας που αποφασίζει πόσο μερίδιο από την κομματική αρένα θα εκχωρήσει στους αντισυστημικούς δρώντες έναντι του πολιτικού και κομματικού κατεστημένου, το τελευταίο δεν είναι λίγες οι φορές που ενσωματώνει στο δικό του αφήγημα τη ρητορική και τις θέσεις των αντιπάλων, τη δυναμική των οποίων θέλει να αναχαιτίσει.

Η τακτική της υιοθέτησης μιας επιτυχημένης εκλογικής συνταγής δείχνει κατ’ αρχάς να είναι λογική· αν κάποια κόμματα έχουν βρει τον τρόπο να μαζεύουν ψήφους, γιατί να μην επιχειρήσουν και άλλα να κάνουν το ίδιο; Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να μην υιοθετήσει κάποιος την ατζέντα του αντιπάλου. Αν ο αντίπαλος διαθέτει αρμοδιότητα σε ένα διακύβευμα (π.χ. στην πολεμική κατά της μετανάστευσης), το να υιοθετηθούν από κατεστημένα κόμματα αντιμεταναστευτικές θέσεις βοηθά στο να εδραιωθεί ένα πολιτικό διακύβευμα στη δημόσια ατζέντα και να δικαιωθεί το κόμμα που ήδη έχει κατακτήσει αρμοδιότητα στη διαχείρισή του. Επιπλέον, αν οι πολίτες είναι δύσπιστοι στο πολιτικό και κομματικό κατεστημένο, η υιοθέτηση θέσεων που δεν είναι συμβατές με το προφίλ ενός χώρου είναι κάτι που προσλαμβάνεται αρνητικά από τους εκλογείς και βαθαίνει την πολιτική αναξιοπιστία.

Εν ολίγοις, δεν υπάρχουν ετοιμοπαράδοτα αντίδοτα για τα άκρα. Το να αφουγκραστεί η κατεστημένη πολιτική σκηνή τα συναισθήματα και να ανταποκριθεί στις ανάγκες των εκλογέων είναι ένα πιο σύνθετο εγχείρημα από την αναζήτηση ενός «πατρόν» εκλογικής νίκης. Εκτός από σύνθετο, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι και συνθετικό, υπό την έννοια ότι προϋποθέτει θεσμική και κοινωνική εγρήγορση. Ο εκλογέας αποφασίζει, αλλά πολιτικοί θεσμοί και κοινωνικές αξίες φτιάχνουν το πλαίσιο της εκλογικής του απόφασης.

Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο