Ξεκινάς να διαβάζεις τις «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» της Λουσία Μπερλίν, αλλά τίποτε δεν μπορεί να σε προϊδεάσει για την υψηλή θερμοκρασία που κρύβεται πίσω από τις φευγαλέες εικόνες της καθημερινότητας στο Δυτικό Τέξας, την Αλμπουκέρκη και το Οκλαντ, έναν κόσμο δηλαδή χωρίς το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα (γεμάτο αλκοολισμό, αποφορά, κατάδικους, «σκουπίδια της ζωής», γυναίκες που σέρνονται ώς την έκτρωση, αλήτες που βολοδέρνουν σε πεζοδρόμια ή κλινικές αποτοξίνωσης), αλλά την ίδια στιγμή γεμάτο ανθρωπισμό χάρη στην τεχνική της Μπερλίν, η οποία «προσποιείται» ότι βρίσκει καταφύγιο στη συνειδησιακή καταγραφή των αναμνήσεων, ενώ στην πραγματικότητα πυρακτώνει, ψύχει και καλουπώνει τις λέξεις της μεταφέροντας στον αναγνώστη τον ασθμαίνοντα ρυθμό των συναισθημάτων, των κραυγών και των ψιθύρων, των εντάσεων και των εκρήξεων (όπως η πρόταση «εγώ δεν έχω έλεος» που ακούγεται ύστερα από ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο η αφηγήτρια προσπαθεί να πείσει την ετοιμοθάνατη αδερφή της πως η μητέρα τους άξιζε συμπόνια στη θρυμματισμένη της ζωή), επιλεγμένα όλα ένα κι ένα για ν’ αποδώσουν αυτόν τον κόσμο, τον μικρό, τον μέγα, μέσα από το εφέ του καλειδοσκοπίου και χωρίς «λουστραρισμένες» προτάσεις ή καλογυαλισμένες αφηγηματικές λύσεις – εκείνες που θα μπορούσαν να την επιβάλουν ως «mainstream» στην εποχή της και όχι ως συγγραφέα της δεύτερης ευκαιρίας, αυτής που μοιράζονται έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι χαρακτήρες στα 43 διηγήματα της συλλογής, ενώ πίσω τους ξεπροβάλλει άλλοτε δειλά και άλλοτε επιβλητικά η μορφή της ίδιας της Μπερλίν σ’ αυτό το βιωματικό παιχνίδι μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, όπου οι αναγνώστες προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την συγγραφέα και η συγγραφέας να αποδώσει τις δικές μας αγωνίες, την ίδια στιγμή που ο βαθμός μηδέν της γραφής της προδίδεται από το ταυτόχρονο συναίσθημα της θλίψης για τον κόσμο μέσα στον οποίο είμαστε ριγμένοι και της συμπόνιας για όλα τα λάθη με τα οποία πορευόμαστε, όπως αυτό που η μητέρα της αφηγήτριας καταλογίζει στον παππού της – «Ω, ναι, τον μισώ» – ακριβώς τη στιγμή που διαφαινόταν η συμφιλίωση των γενεών και αφού η εγγονή είχε παρακολουθήσει τον παππού να βγάζει μόνος τα δόντια του έχοντας ακούσει τον ήχο αυτής της διαδικασίας, «που θύμιζε ρίζες που ξεκολλάνε, δέντρα που τα ξεριζώνει το χειμωνιάτικο ξεροβόρι», μια περιγραφή που επιβεβαιώνει απλώς την απαράμιλλη ικανότητα της Μπερλίν να εντάσσει τον λυρισμό στις πιο αναπάντεχες σκηνές, εκεί όπου η αυτοψία μπορεί να γεννήσει την ποιητικότητα («Ημερολόγιο Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών, 1977»), το ανοίκειο να γίνει χειροπιαστό και το οικείο απλησίαστο («Ηταν ζοφερός ο τόπος. Φυσούσε, γλάροι ζυγιάζονταν ψηλά, σαν νυχτοπούλια στην έρημο… Τα απορριμματοφόρα βροντούν διασχίζοντας τους δρόμους μέσα σε στροβίλους σκόνης. Γκρίζοι δεινόσαυροι»), όπως συμβαίνει στον Ντε Λίλο, αν και το μακρινό πρότυπό της είναι ο μέγας Τσέχοφ, το διήγημα του οποίου «Πένθος» επικαλείται στο δικό της διήγημα «Οπτική γωνία», μια εξομολόγηση χάριν του αναγνώστη, στον οποίο – υποτίθεται ότι – αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τον τρόπο γραφής, ενώ και πάλι κατασκευάζει μια ιστορία μέσα στην ιστορία, όπως ακριβώς αναμένουμε τη μαγεία που δημιουργεί το «θέατρο μέσα στο θέατρο», μια μορφή τέχνης που μάλλον απουσιάζει από τις ιστορίες της, ενώ περισσεύουν οι κινηματογραφικές αναφορές για γυναίκες που μοιάζουν στη Σκάρλετ Ο’ Χάρα ή για Σαββατοκύριακα στο Οκλαντ που θυμίζουν το «Οσο θα υπάρχει ο κόσμος» (1959) του Στάνλεϊ Κράμερ, αλλά και οι αναφορές στην τζαζ μουσική και, φυσικά, στην παγκόσμια λογοτεχνία, από τον Προυστ ώς τον στίχο του Ρόμπερτ Φροστ «μίλια να διανύσω πριν να κοιμηθώ», ο οποίος πιθανότατα αποδίδει κάτι από το άγχος της γραφής που καταδίωκε την Μπερλίν όταν προσπαθούσε να ξορκίσει τον υπαρξιακό πόνο με την τέχνη και το σεξ, μια λυτρωτική πράξη και ένα αντίδοτο στο κυρίαρχο αίσθημα της αποξένωσης, λίγο πριν μπει η τελεία της Μπερλίν, φαινομενικά για να ολοκληρωθεί η αφήγηση, αλλά στην πραγματικότητα για να οδηγήσει τους αναγνώστες σε μια καινούργια: αυτήν που ο καθένας και η καθεμία συνεχίζουν όταν μένουν μόνοι και μόνες με τα συναισθήματά τους.

Η αναγνώριση

«Ευαισθησία στους ήχους της γλώσσας»

Η συλλογή «Οδηγίες για οικιακούς βοηθούς», που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά (από την Κατερίνα Σχινά, που φαίνεται πόσο «αγάπησε» την Μπερλίν, πριν την κατακτήσει μεταφραστικά) περιλαμβάνει τα καλύτερα αφηγήματα της συγγραφέως, η οποία αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της (2004) ως σημαντική εκπρόσωπος της μποέμ γενιάς του 1960 και του 1970. Η φήμη της μάλιστα εκτοξεύτηκε έντεκα χρόνια μετά ακριβώς εξαιτίας αυτής της συλλογής, η οποία έγινε μπεστ σέλερ φιγουράροντας στα δέκα καλύτερα βιβλία του 2015 για το «New York Review of Books». Η Μπερλίν γεννήθηκε στην Αλάσκα το 1934 και μεγάλωσε κοντά στα μεταλλωρυχεία των Δυτικών ΗΠΑ, εκεί όπου εργαζόταν ως μηχανικός ο πατέρας της. Στα χρόνια που εκείνος έλειπε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έζησε με την οικογένεια της μητέρας της στο Ελ Πάσο, ενώ στη συνέχεια έφυγε για το Σαντιάγο της Χιλής. Στις αφηγήσεις της έχουν περάσει οι εμπειρίες από τους τρεις αποτυχημένους γάμους της, τον αλκοολισμό, τις περιπλανήσεις στο Μεξικό, στην Αριζόνα, στο Νιου Μέξικο και στη Νέα Υόρκη για να μεγαλώσει τους τέσσερις γιους της. Το 1994 άρχισε να εργάζεται ως φιλοξενούμενη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Colorado Boulder και γρήγορα έγινε επισκέπτρια. Η επιβαρυμένη υγεία της (έπασχε από σκολίωση που τελικά έβλαψε τον έναν της πνεύμονα) την ανάγκασε να εγκατασταθεί στο Λος Αντζελες. Εκεί έδωσε έναν επιτυχημένο αγώνα εναντίον του καρκίνου, αλλά πέθανε το 2004 στη Μαρίνα ντελ Ρέι.

Στην έκδοση περιλαμβάνεται ο πρόλογος της Λίντια Ντέιβις, η οποία σημειώνει: «Η Λουσία Μπερλίν πάντοτε ακούει με προσήλωση, αφουγκράζεται, κρυφακούει. Η ευαισθησία της στους ήχους της γλώσσας είναι πάντοτε παρούσα… Ελεγε ότι η ιστορία πρέπει να είναι αληθινή – ό,τι και να εννοούσε μ’ αυτό. Νομίζω πως εννοούσε να μην είναι σκηνοθετημένη, ούτε όμως τυχαία ή άσκοπη. Να την αισθάνεσαι βαθιά, να είναι συναισθηματικά σημαντική». Ο Στίβεν Εμερσον, από την άλλη, γράφει στην εισαγωγή: «Το χιούμορ της ήταν πολύ αστείο και δεν αφορούσε τον εαυτό της. Ο Σελίν και ο Ναθάνιελ Γουέστ, ο Κάφκα – η δική τους επικράτεια είναι διαφορετική. Επιπλέον, το χιούμορ της Λουσία είναι σφριγηλό. Εάν η γραφή της έχει ένα κρυφό συστατικό, αυτό είναι το αναπάντεχο».

Λουσία Μπερλίν

Οδηγίες για οικιακές βοηθούς

Μτφ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα, σελ.576

Τιμή: 23 ευρώ