«Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε – Ράινερ Μαρία Ρίλκε – τα ονόματα έχουν τη συνάφεια της συνήχησης και, αν το δούμε ως αυτοβιογραφία, τούτο το παράξενο μυθιστόρημα σχεδόν ομοιοκαταληκτεί με τη ζωή του Ρίλκε» γράφει ο βρετανός ποιητής Στίβεν Σπέντερ, στην εισαγωγή του σε μια από τις πολλές εκδόσεις του μυθιστορήματος στα αγγλικά (Oxford University Press, 1984), για να δώσει, στη συνέχεια, μια σύντομη περιγραφή του έργου, σχολιάζοντας, ταυτόχρονα, την αμφισημία αυτού του οιονεί αυτοβιογραφικού λόγου: «Αναμνήσεις, παρατηρήσεις, αυτο-αποκαλύψεις ενός νεαρού Δανού αριστοκρατικής καταγωγής με ποιητική κλίση, που ζει στο Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι ελάχιστες πληροφορίες που δίνει ο Μπρίγκε για τον εαυτό του, κάνουν τον αναγνώστη να τον ταυτίσει με τον συγγραφέα, λες και δηλώνονται ελάχιστα για το πρόσωπό του επειδή θεωρείται δεδομένο πως ο αναγνώστης έχει κάποια ιδέα για το ποιος είναι ο ποιητής». Λίγο παρακάτω, ωστόσο, ο Σπέντερ θα γράψει: «Ρίλκε και Μπρίγκε δεν είναι πανομοιότυποι. Ο χαρακτήρας του Μπρίγκε μοιάζει, μάλλον, με ένα είδος σκιάς που ρίχνει ο Ρίλκε, μια άλως σκότους που εκπέμπει το λίγο φως το οποίο περιβάλλει την περσόνα του». Και ο Αλέξανδρος Ισαρης, ιδανικός μεταφραστής των «Σημειώσεων», στην πρόσφατη έκδοση της Κίχλης, παρατηρεί: «Ο Ρίλκε δεν έπαψε να διατυμπανίζει παντοιοτρόπως ότι ο ήρωάς του ήταν ένας εντελώς επινοημένος χαρακτήρας, που δεν θα έπρεπε να ταυτίζεται με τον ίδιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο μεγάλος ποιητής προφανώς υποκρίνεται».

Αυτό το «υποκρίνεται» μας βάζει σε σκέψεις. Ετσι, κι αλλιώς, στη ρίζα κάθε λογοτεχνικού εγχειρήματος βρίσκεται ο πολλαπλός, ο απροσδιόριστος εαυτός του συγγραφέα. Κάθε χαρακτήρας είναι και μια persona, κάθε ποίημα και μια καλοδουλεμένη μάσκα, κάθε εγώ και μία ριζική αμφιβολία. Ωστόσο, πρώτη φορά ο εαυτός εμφανίζεται στη λογοτεχνία τόσο θρυμματισμένος, τόσο ασαφής και άπιαστος όσο στις «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε». Γραμμένο το 1910, το βιβλίο είναι μια μαιανδρική αφήγηση των καθημερινών εμπειριών ενός νεαρού δανού ευπατρίδη στο Παρίσι, στις αρχές του 20ού αιώνα, που ξετυλίγεται σε δύο ουσιαστικά μέρη, υπό τη μορφή σκόρπιων σημειώσεων, οιονεί εγγραφών σε ένα ημερολόγιο «μαθητείας», συνδεδεμένων με το νήμα μιας επείγουσας υπαρξιακής αναζήτησης. Χρησιμοποιώντας τις βασικές τεχνικές της μουσικής σύνθεσης, χτίζοντας τα μέρη σε εναλλασσόμενους ρυθμούς, αντιπαραθέτοντας μείζονες προς ελάσσονες διαθέσεις, ολοκληρώνοντας μακροσκελείς προτάσεις με μια σύντομη φράση που ακούγεται σαν τον χτύπο ενός τυμπάνου, οριστική, τονισμένη εμφατική κατακλείδα μιας σκέψης, ο Ρίλκε κρούει σ’ όλο το μυθιστόρημα τις χορδές της μνήμης, παρουσιάζοντας ένα καλειδοσκόπιο εμπειριών που δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα για τον ακροατή. Ο Μάλτε, στο πρώτο μέρος του βιβλίου πασχίζει να μάθει να ζει και στο δεύτερο πασχίζει να μάθει να αγαπά. Στο πρώτο μισό αφηγείται τις περιπέτειές του στο Παρίσι, όπου ζει μέσα στη στέρηση, και στο δεύτερο τις περιπέτειες άλλων, σ’ ένα μακρινό παρελθόν και, κατά καιρούς, σε μακρινούς τόπους. Στο πρώτο εστιάζει στις εμπειρίες του Μάλτε ως συγγραφέα που η αυθεντία του απειλείται ανά πάσα στιγμή, στο δεύτερο εξετάζει τα πρότυπα γραφής που είναι απρόσβλητα από την απειλή της απώλειας της αυθεντίας. Στο πρώτο μέρος προσπαθεί να κρατήσει τον θάνατο μακριά και να μείνει όρθιος παρά τα πλήγματα δυνάμεων μεγαλύτερων από τον ίδιο, έστω κι αν αυτές πυργώνονται μέσα του και ένδοθεν τον πολεμούν, και στο δεύτερο διδάσκεται την απόλαυση της πτώσης.

 

Ρευστή, θρυμματισμένη φύση

Οι «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» δεν είναι μυθιστόρημα με τη συμβατική έννοια, ούτε ακριβώς «μακροσκελές ποίημα σε πρόζα», όπως το είδαν κάποιοι μελετητές. Δεν είναι ασφαλώς αυτοβιογραφία, παρότι ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου βασίστηκαν στις επιστολές του Ρίλκε προς τη σύζυγό του, από την περίοδο που ο ίδιος έζησε στο Παρίσι και έγραψε για τη γλυπτική του Ροντέν, και σίγουρα πολλές από τις παρατηρήσεις του μεταφέρουν το αίσθημα της ανοικειότητας και της ετεροτοπίας που κατέκλυζε κατά καιρούς τον ποιητή και τον ωθούσε σε μια έκκεντρη κίνηση του λόγου. Ομως, παρότι ο συγγραφέας βρίσκεται πάντα εκεί τυλιγμένος στο καρούλι των «Σημειώσεων» – όπως σε μια από τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου (όταν ο ήρωάς του, παιδί, βγάζει με τη μητέρα του τις δαντέλες από το «μικρό, κίτρινο, λουστραρισμένο συρτάρι» για να τις δουν μαζί) βρίσκονται «εκεί» και οι γυναίκες που έπλεξαν τις δαντέλες, αν και απούσες – η αποτύπωση του εαυτού πάντοτε θα σκοντάφτει στο αναντίρρητο γεγονός της φευγαλέας, ρευστής, θρυμματισμένης του φύσης.

Κι έτσι, στις «Σημειώσεις», για να αποδοθεί αυτή η κατακερματισμένη αίσθηση του εαυτού, θρυμματίζεται και το ίδιο το κείμενο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτή η αποσπασματικότητα έλκει την καταγωγή της από την εντύπωση που προκάλεσε στον Ρίλκε η πρώτη του επίσκεψη στο εργαστήρι του Ροντέν (πλάι στον οποίο θα μείνει, ως γραμματέας του, επί μία πενταετία) όπως τη μετέφερε σε μια επιστολή προς τη σύζυγό του. «Είναι απερίγραπτο! Τίποτε άλλο· μονάχα θραύσματα τοποθετημένα στη σειρά. Κομμάτια μεγάλα σαν το χέρι μου, και μεγαλύτερα… μα μόνο κομμάτια, τίποτε ολόκληρο (…) Ωστόσο, όσο τα κοιτάζεις, τόσο βαθύτερα νιώθεις ότι τα πάντα θα ήταν λιγότερο συνδεδεμένα, αν τα σώματα των αγαλμάτων δεν ήταν διαμελισμένα, μα ολόκληρα. Καθένα απ’ αυτά τα θραύσματα διαθέτει μια τόσο εξέχουσα, συναρπαστική ενότητα, τόσο δυνατή αφ’ εαυτή, ώστε ξεχνάς πως είναι μέλη μονάχα, και συχνά μέλη διαφορετικών σωμάτων. Ξαφνικά αισθάνεσαι ότι δουλειά του καλλιτέχνη είναι να δημιουργήσει νέες σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτά τα θραύσματα, νέες, σημαντικότερες, πιο σύννομες ενότητες, πιο αιώνιες…».

Περί αυτοβιογραφίας

Εγώ είναι ένας άλλος

Στο δοκίμιό του «Η αυτοβιογραφία ως απώλεια προσώπου», ο Πολ ντε Μαν σημειώνει ότι το βασικό πρόβλημα της αυτοβιογραφίας ως «λόγου αποκατάστασης εαυτού» είναι ότι προσπαθεί να μεταφράσει στην προσωρινότητα της γλώσσας την ψευδαίσθηση μιας ολότητας – του προσώπου και κατ’ επέκταση του σώματος – κι αυτή του ακριβώς η προσπάθεια αναπόφευκτα οδηγεί στο σβήσιμο της μορφής ή στην παραμόρφωση της εμπειρίας την οποία επιζητεί να αναπαραστήσει η γλώσσα. «Πώς μπορεί το άκακο πέπλο της γλώσσας να γίνει ξαφνικά τόσο θανατηφόρο και βίαιο όπως ο δηλητηριασμένος μανδύας του Νέσσου;» αναρωτιέται ο Ντε Μαν, έχοντας ίσως κατά νου την τρομερή σκηνή από τις «Σημειώσεις» του Ρίλκε: ο Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, μοναχικό και φιλοπερίεργο παιδί, περιπλανιέται σε μια ασύχναστη πτέρυγα του τεράστιου σπιτιού του, μπαίνει σε μια άδεια αίθουσα, ανοίγει μια ντουλάπα και βρίσκεται έκθαμβος μπροστά σε σειρές ολόκληρες από κοστούμια του 18ου αιώνα. Τα δοκιμάζει το ένα μετά το άλλο, τα φοράει, νιώθει πως τον εξουσιάζουν, πως καθορίζουν «τις κινήσεις, την έκφραση του προσώπου, ακόμη και τις ιδέες» του, παρ’ όλα αυτά δεν τον αποξενώνουν από τον εαυτό του· όταν όμως βρίσκει μια σειρά από μάσκες και φοράει μία απ’ αυτές, αρχίζει να ασφυκτιά, να πνίγεται, να «δηλητηριάζεται», όπως υπαινίσσεται ο Ντε Μαν. Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και τότε καταλαμβάνεται από ένα τρομακτικό αίσθημα απώλειας εαυτού: «Ατένισα αυτόν τον μεγάλο, φρικαλέο άγνωστο και μου φάνηκε τερατώδες να βρίσκομαι ολομόναχος μαζί του. (…) Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα απερίγραπτη, οδυνηρή και μάταιη επιθυμία για μένα τον ίδιο και κατόπιν υπήρχε μόνον αυτός: δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εκτός από αυτόν».

Εκμηδενισμένος από αυτόν τον «άλλον», το «βάζει στα πόδια», αλλά δεν τρέχει ο ίδιος, τρέχει ο άλλος, που «δεν γνωρίζει το σπίτι», που «σκοντάφτει παντού». Ακόμα κι όταν εμφανίζονται οι υπηρέτες που τον γνωρίζουν, δεν παρεμβαίνουν για να τον σώσουν, παρά γελούν με τα χάλια του. Ομως το παιδί Μάλτε έχει «δει» και έχει πρώιμα υποπτευθεί αυτό που θα συνειδητοποιήσει χρόνια αργότερα ο 28χρονος πια Μάλτε στο Παρίσι, όταν «μαθαίνει να βλέπει»: ότι υπάρχουν πολλά πρόσωπα, κι άλλοι άνθρωποι φέρουν για χρόνια τα ίδια, κι άλλοι φορούν τα διαφορετικά τους πρόσωπα απίστευτα γρήγορα, το ένα μετά το άλλο, φθείροντάς τα, ώσπου στο τέλος «αρχίζει να εμφανίζεται το υπόστρωμα, το μη πρόσωπο». Και ο υπέρτατος τρόμος θα του αποκαλυφθεί όταν, άθελά του, τρομάζει μια ζητιάνα που «είχε καταδυθεί ολόκληρη στον εαυτό της», καθισμένη στη γωνιά ενός δρόμου, «σκυφτή μέσα στα χέρια της»: «Η γυναίκα τρόμαξε και αναδύθηκε από τον εαυτό της τόσο απότομα, που το πρόσωπο έμεινε στα δυο της χέρια. Μπορούσα τώρα να δω πως ήταν κούφιο. (…) Εφριξα βλέποντας τη μέσα πλευρά ενός προσώπου, αλλά φοβόμουν πολύ περισσότερο εκείνο το πληγωμένο κεφάλι χωρίς πρόσωπο».

Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε

Μτφ. – σημειώσεις – επίμετρο Αλέξανδρος Ισαρης, εκδ. Κίχλη, σελ. 307

Τιμή: 15,50 ευρώ