«Εχουν ήδη αργήσει να καταγγείλουν τον πρόεδρο Τραμπ για τη στολή η Ντόρα, η ΝΔ, το Ποτάμι, η Γεννηματά ενώ πληροφορίες διαψεύδουν ότι ο πολιτευτής σφαγέας των μισθών των στρατιωτικών Κωσταράκος γράφει πύρινο άρθρο κατά του προέδρου που προσβάλει με το μπουφάν τις ΗΠΑ». Το τιτίβισμα – αν και το ύφος είναι τόσο χαρακτηριστικό που προδίδει τον γράφοντα – ανήκει στον Πάνο Καμμένο. Το εικονογράφησε, μάλιστα, με ένα στιγμιότυπο από την πρόσφατη επίσκεψη του πλανητάρχη στο Ιράκ, στην οποία φορά στρατιωτικό τζάκετ με μια κατακόκκινη γραβάτα. Είναι μια μάλλον καθυστερημένη απάντηση του υπουργού Εθνικής Αμυνας σε όσους τον έχουν κατά καιρούς κατηγορήσει για τη στυλιστική του αγάπη, που αγγίζει τα όρια του φετιχισμού, στο μιλιτέρ. Πρώτα από όλα, οφείλει να αναγνωρίσει κανείς ότι ο έλληνας μικρός κυβερνητικός εταίρος έχει φτάσει στην άκρη του το λανσάρισμα της μόδας του κομάντο. Εχει κάνει εμφανίσεις με κλασική παραλλαγή, με στολή δύτη – για τις ανάγκες των γυρισμάτων του «Με Αρετή και Τόλμη» -, με φόρμα αεροπόρου, και πάει λέγοντας.

Συμβολισμοί

Μετά πρέπει να παραδεχθεί ότι όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ φορούν στρατιωτικό τζάκετ σε ανάλογες περιπτώσεις, μιας και είναι αρχηγοί των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Αλλά και πως όλοι οι προκάτοχοι του Καμμένου στο Πεντάγωνο έχουν προσθέσει τέτοιου είδους πινελιές στο στυλ τους. Ποιος ξεχνά την αβραμοπουλική φωτογράφιση με rayban aviator γυαλί; Απλά οι προηγούμενοι έδειχναν να αντιλαμβάνονται την κριτική που ασκείται στο νυν. Πως, δηλαδή, το κοστούμι του πολιτικού προϊστάμενου του ΥΠΕΘΑ συμβολίζει πάνω από όλα την κυριαρχία της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης στον στρατό – συμβολισμός εξαιρετικά κρίσιμος σε μια χώρα που οι μνήμες μιας χούντας υπάρχουν ακόμη στα μυαλά ζωντανών ανθρώπων. Το γεγονός, όμως, ότι ο Καμμένος επιλέγει να ταυτιστεί με τον Τραμπ απλά κραυγάζει για την πολιτική του προσωπικότητα και κάτι άλλο – για το οποίο τον έχουν επίσης επικρίνει οι πολιτικοί του αντίπαλοι: Πως χτίστηκε κι αυτή, σαν την τραμπική, πάνω στο πολιτικό μίσος, την επιθετικότητα, τη συνωμοσιολογία και την παράβαση κάθε κανόνα καθωσπρεπισμού στη δημόσια αντιπαράθεση.