Ο τίτλος της πρώτης ανακοίνωσης του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη δεν ήταν και πολύ διαφωτιστικός: «Δηλώσεις», έλεγε, «της υπουργού Προστασίας του Πολίτη Ολγας Γεροβασίλη για τη βομβιστική ενέργεια στο Φάληρο». Ή, σύμφωνα με μια άλλη οπτική, παραήταν ουδέτερος. Απλώς «βομβιστική ενέργεια» μια τρομοκρατική επίθεση; Και στο Φάληρο; Οχι σε ένα μέσο ενημέρωσης; Οχι ακριβώς δίπλα σε ένα νοσοκομείο; Ούτε καν αυτό;

Η ουδετερότητα της διατύπωσης και η χωροταξική ασάφεια δίνουν και το μέτρο της αμηχανίας. Τα αντανακλαστικά κατά της βίας δεν ενεργοποιούνται αυτόματα. Αντίθετα, η ένταση της καταδίκης υπόκειται στη λογική των παραμέτρων. Ποιος δέχθηκε την επίθεση; Από ποιον; Και κάπως έτσι ο Πρόεδρος της Βουλής και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, δηλαδή ο τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας και ο υπουργός που είναι αρμόδιος για τα μέσα ενημέρωσης, καταδικάζουν την επίθεση αλλά με μια σημαίνουσα προσθήκη: αλίμονο, λένε, μην εργαλειοποιήσετε πολιτικά την επίθεση.

Σωστά. Αλλά δεν θα ήταν απείρως καλύτερα να κόβαμε γενικώς τις επιθέσεις; Δεν θα ήταν καλύτερα να μην είχε εκδώσει κάποτε το Μέγαρο Μαξίμου μια ανακοίνωση που έλεγε «κάθε έλληνας πολίτης γνωρίζει τις πρακτικές και τον ρόλο του Σκάι. Γνωρίζει πως ό,τι έκανε σήμερα το έχει κάνει στο παρελθόν και θα το ξανακάνει στο μέλλον. Ο Σκάι απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι παραμένει πιστός στην παράδοση της υπονόμευσης και της προβοκάτσιας»; Θα ήταν. Θα ήταν καλύτερα να μην είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ εμπάργκο στο κανάλι κι ακόμη καλύτερα να μην είχε συνοδεύσει το εμπάργκο με την ανακοίνωση «ο Σκάι θα έχει τη δυνατότητα να επιδίδεται στην ακατάσχετη προπαγάνδα, τις συκοφαντίες και τα ψεύδη του εναντίον της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς χωρίς τη δική μας παρουσία».

Δεν θα ήταν καλύτερα μόνο για τον Σκάι. Θα ήταν καλύτερα για όλα τα μέσα ενημέρωσης και οπωσδήποτε για τα μέσα ενημέρωσης που άλλοτε υποδείχθηκαν ως «αντιμνημονιακά» με ανάλογες δόσεις όξους και σήμερα τυχαίνει πολλά από αυτά να μην είναι φιλοκυβερνητικά. Θα ήταν καλύτερα για την ίδια τη δημοκρατία – αν υποθέσουμε ότι η δημοκρατία δεν είναι μόνο για τον Γκράουτσο Μαρξ και τη γνωστή ατάκα του «αυτή είναι η άποψή μου και αν δεν σας αρέσει έχω κι άλλη» – αλλά και για εκείνους που εμμένουν πεισματικά σε απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνεί η εξουσία.

Αντιδημοκρατικό παιχνίδι. Το δημοκρατικό παιχνίδι έχει δυστυχώς εδώ διαφορετικούς κανόνες, τόσο διαφορετικούς που στο τέλος γίνεται αντιδημοκρατικό. Τα τηλεοπτικά δίκτυα είναι «βοθροκάναλα», όπως λέει ξανά και ξανά μέλος της κυβέρνησης, «κάποια κανάλια, ιδίως στον Πειραιά, μπορεί να μην έχουν ανατιναχτεί ακόμη, αλλά έχει ανατιναχτεί η ελληνική οικογένεια» όπως έλεγε ένα άλλο. Ε λοιπόν, ανατινάχτηκε. Και η ανακοίνωση των Ανεξάρτητων Ελλήνων με την οποία καταδικάζεται «με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο (…) η τρομοκρατική ενέργεια που στρέφεται κατά της ελευθεροτυπίας και της δημοκρατίας» μοιάζει να γράφτηκε για να ξεχαστεί εκείνη η δήλωση του αρχηγού.

Ωραία, ας την ξεχάσουμε. Αλλά εάν συμφωνήσουμε να κάνουμε μια νέα αρχή, θα πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε ότι ο Τύπος έχει παραδαιμονοποιηθεί σε αυτή τη χώρα. Ακόμη χειρότερα, δεν δαιμονοποιείται μόνο από την εξουσία, αλλά και από τα φιλικά της μέσα. Πώς θεραπεύεται αυτή η μισαλλοδοξία; Εχει δίκιο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος που λέει ότι «οι συμψηφισμοί της πολιτικής διαφωνίας με την επιλογή της βίας δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη δημοκρατία». Αλλά εάν πολιτική διαφωνία είναι να ταυτίζεις την ενημέρωση και τις απόψεις που δεν σου αρέσουν με προπαγάνδες και προβοκάτσιες, τότε η καταδικαστική δήλωση του εκπροσώπου της Κομισιόν, «ελπίζω  ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που πρέπει να δηλώσουμε το προφανές», μοιάζει με χαμένη ελπίδα…