Οταν έχουμε εισέλθει, ουσιαστικά, σε προεκλογική περίοδο και οι ημέρες της σημερινής κυβέρνησης είναι μετρημένες, και, κυρίως, όταν μια αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού των Εξωτερικών έχει επισυμβεί, δικαιούμαστε να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση του έργου που επιτελέστηκε από τον πρώην Υπουργό και να εκτιμήσουμε τη βαρύτητά του.

Φυσικά το έργο δεν είναι μόνον προσωπικό, καθώς στον σχηματισμό της εξωτερικής πολιτικής εμπλέκονται κι άλλοι παράγοντες, υλικοί και άυλοι, όπως λ.χ. η παρέμβαση της διπλωματικής υπηρεσίας, ο Πρωθυπουργός, τα στερεότυπα που έρχονται από το παρελθόν, η κοινή γνώμη, οι περιορισμοί που προκύπτουν από δεσμεύσεις του προηγούμενου καθεστώτος, και, κυρίως, η ετοιμότητα ή ανετοιμότητα του τρίτου παράγοντα (της τρίτης δύναμης ή της διεθνούς κοινότητας) να αποδεχτεί τις προτεινόμενες αλλαγές στην προσπάθεια πραγματοποίησής τους.

Στο ισοζύγιο αυτό τα θετικά στοιχεία υπερτερούν των αρνητικών. Στο κύριο πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπάρχει, είναι αλήθεια, μια επικίνδυνη στασιμότητα, που οφείλεται στη διακοπή των διερευνητικών συνομιλιών, η οποία βαρύνει αποκλειστικά την Τουρκία. Πράγματι οι διερευνητικές, αν και χρονικά αργοπόρησαν πολύ από την ένδοξη εποχή Σημίτη, και με δική μας ευθύνη, υπήρξαν ένας ασφαλής δίαυλος επικοινωνίας με την Τουρκία, κι ένας τρόπος επίλυσης κρίσιμων προβλημάτων, που τώρα παραμένουν στάσιμα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν βρίσκεται πίσω από αυτήν την στασιμότητα, ο οποίος παρά τις υποσχέσεις δεν στέργει στην επανέναρξη, έπειτα από τη διακοπή που επιβλήθηκε δύο χρόνια τώρα με την τοποθέτηση του κεντρικού τούρκου διαπραγματευτή σε άλλη θέση στο εξωτερικό.  Πάντως η Ελλάδα θα πρέπει να επιχειρήσει επανέναρξή τους με όλα τα μέσα, ως ασφαλιστική δικλίδα για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.

Στο Κυπριακό οι ευθύνες ανήκουν περισσότερο στην Τουρκία, παρά στην Ελλάδα. Η Τουρκία ευθύνεται για την επιμονή της στη διατήρηση του καθεστώτος των εγγυήσεων και της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων στο έδαφος της Κύπρου, αλλά και από ελληνικής πλευράς η ευθύνη είναι στην απουσία μιας ευρηματικής λύσης που να ικανοποιεί τους Τούρκους και τους Τουρκοκυπρίους ότι δεν πρόκειται να υπάρξει στη μελλοντικά ενωμένη Κύπρο σειρά επεισοδίων, ανάλογα με αυτά του 1963, που θα θέσουν σε κίνδυνο την υπόσταση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η σημερινή κατάσταση δεν δείχνει εξαιρετικά αισιόδοξη: η τελευταία αποτυχία, την έσχατη στιγμή της επίλυσης επιβαρύνεται, επιπλέον, από το ενεργειακό ζήτημα, καθώς οι Τούρκοι απειλούν με δυναμική παρέμβαση, όπου θα αναλάβουν πρωτοβουλίες εξερεύνησης (εκμετάλλευσης;;) των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της κυπριακής ΑΟΖ. Κι εδώ η λύση είναι η άμεση επανέναρξη των συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και με προτάσεις του Γενικού Γραμματέα, όχι από μηδενική βάση, αλλά με το κεκτημένο των προηγούμενων συναντήσεων, που οδηγήθηκαν σε αποτυχία.

Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής, που δυστυχώς δεν ειδώθηκε έτσι από τη μείζονα, αλλά και τμήματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, είναι, βέβαια, η Συμφωνία των Πρεσπών. Το μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε ένα αγκάθι των σχέσεων με τη βόρεια γείτονα, αλλά και ένα αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας – Δύσης. Το αποτέλεσμα μιας πολιτικής κοντόφθαλμης και εθνικιστικής ήταν να αναγνωριστεί από 140 κράτη η γειτονική χώρα με τη συνταγματική ονομασία της, ενώ και η προσωρινή ονομασία, που κι εμείς χρησιμοποιούσαμε, δεν απέφευγε τη χρήση του όρου Μακεδονία στον σύνθετο προσδιορισμό της. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι βέβαια ιδανική. Αλλά καμία συμφωνία δεν μπορεί να είναι ιδανική. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα, τις προσδοκίες και επιθυμίες των δύο μερών που την συνυπογράφουν. Και είναι η τελευταία ευκαιρία για να κλείσει μια χαίνουσα πληγή, που το μόνο που απέδιδε ήταν μια τουρκική και ρωσική διείσδυση στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων. Η τελευταία διείσδυση, μάλιστα, αποτελεί την αιτία του αυξημένου ενδιαφέροντος των Δυτικών στην επίλυση του ζητήματος με τη Συμφωνία.

Εκτός αυτής, επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί και η πρόθεση διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας στο Ιόνιο στα 12 ν.μ., παρά τον ανορθόδοξο τρόπο που δημοσιοποιήθηκε, με την καθιέρωση, παράλληλα, των ευθειών γραμμών βάσης, σε αντικατάσταση της απαρχαιωμένης μεθόδου της φυσικής ακτογραμμής. Στο Ιόνιο δεν αντιμετωπίζουμε προβλήματα ανάλογα με το Αιγαίο, είναι ευρύτερη θάλασσα, κι ο λόγος που επέβαλε αυτήν την επίσπευση (αν μπορεί να χαρακτηριστεί επίσπευση) είναι διπλός: από τη μια μεριά οι σχέσεις μας με την Αλβανία έχουν βελτιωθεί, και προχωράμε σε λύση προβλημάτων που χρονίζουν, μεταξύ των οποίων και η Συμφωνία για τις Θαλάσσιες Ζώνες του 2009, που δεν μπόρεσε ποτέ να επικυρωθεί από την Αλβανία, λόγω της γνωστής απόφασης του Αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο τη θεώρησε αντισυνταγματική. Αυτό απαιτεί προηγούμενη διευθέτηση των εξωτερικών ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, από την οποία πρακτικά εκκινεί η ΑΟΖ. Και, αφετέρου, η επικείμενη συμφωνία με την Ιταλία, με την οποία επιχειρούμε να μετατρέψουμε τη Συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα του 1977, σε Συμφωνία Οριοθέτησης της ΑΟΖ. Προς το παρόν η επίτευξή της προσκρούει σε δυσκολίες της Ιταλίας να αντιμετωπίσουν διεκδικήσεις των ιταλών αλιέων που αλιεύουν σε κοντινές θάλασσες με την αιγιαλίτιδα ζώνη μας των 6 ν.μ. Πιστεύουμε ότι με την επέκταση στα 12 ν.μ. το πρόβλημα θα λυθεί, ως από μηχανής θεός, αφού οι ιταλοί αλιείς θα αλιεύουν στην ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη, πράγμα που δικαιούνται, σύμφωνα με την αλιευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η επιμερισμένη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μόνο στο Ιόνιο δεν αποτελεί πρόκριμα πανηγυρισμού της Τουρκίας, διότι η μερική οριοθέτηση του Ιονίου Πελάγους ελαύνεται από τους λόγους που εξήγησα παραπάνω, και δεν αποκλείει τη διεύρυνση στο Αιγαίο. Παρά το γεγονός ότι στο Αιγαίο, λόγω της στενότητάς του, μια διαφοροποιημένη λύση θα ήταν ευκταία.

Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε τις προσπάθειες που καταβάλλονται για βελτίωση των ήδη καλών σχέσεων με την Αίγυπτο, και την προσπάθεια της εξωτερικής πολιτικής μας να καταλήξει σε συμφωνία με τη χώρα αυτήν για οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων της. Τουλάχιστον στα σημεία εκείνα όπου δεν υπάρχουν διαφιλονικούμενα τμήματα με την Τουρκία, στη βάση τουρκικών διεκδικήσεων, ήδη εκφρασμένων από την Τουρκία. Κι οι οποίες θα καθιστούσαν την Αίγυπτο διστακτική να οριοθετήσει σε τέτοιες περιοχές.

Από την περιγραφή της εξωτερικής μας πολιτικής των τελευταίων χρόνων προκύπτουν αβίαστα ορισμένα συμπεράσματα: πρώτα από όλα επαληθεύεται η πρώτη μου διαπίστωση ότι στο ισοζύγιο θετικών – αρνητικών τα θετικά υπερέχουν. Δεύτερον, ότι τα περισσότερα αποτελούν σήμερα μόνον θετικές προοπτικές, που θα κληθεί η κυβέρνηση του μέλλοντος να επιλύσει. Και, τρίτον, ότι ορισμένα από αυτά δεν μπορεί να επιλυθούν παρά μόνον με ριζοσπαστικές λύσεις, που θα μας απομακρύνουν από τα χρόνια στερεότυπα και τις επικίνδυνες εθνικιστικές κορόνες του.

Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αντιπρόεδρος Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1998-2011)