Από τους Aγανακτισμένους και τον Τραμπ μέχρι τα ιταλικά Πέντε Αστέρια, τον Ορμπαν και το κίνημα των γαλλικών Κίτρινων Γιλέκων, τείνουμε να δώσουμε εύκολα την επεξηγηματική ταμπέλα του λαϊκισμού. Αυτό όμως γίνεται περισσότερο για να τονιστεί η εξαιρετικότητα και η επικινδυνότητα της κάθε περίπτωσης παρά να κατανοηθούν σε βάθος. Η πολλαπλή χρήση του όρου λαϊκισμός για να περιγράψει τις πολιτικές εξελίξεις που εμφανίζονται την τελευταία δεκαετία της οικονομικής κρίσης μέσα από τη σθεναρή αμφισβήτηση της μεταπολεμικής πολιτικής τάξης τείνει να γίνει τόσο επεκτατική που να δημιουργεί περισσότερα ερμηνευτικά προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι επιλύει. Εάν ο Κας Μουντ και άλλοι μελετητές του λαϊκισμού έχουν δίκιο που τον βλέπουν ως έναν ξενιστή έτοιμο να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό αναφερόμενο, τότε θα πρέπει να δούμε πολύ προσεκτικά με τι ζευγαρώνει στην κάθε χώρα, στην κάθε περίσταση, στην κάθε συγκυρία.

Το ρεύμα του αναπτυσσόμενου ή παρηκμασμένου (όπως στην περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) νεολαϊκισμού έχει εντούτοις ένα βασικό χαρακτηριστικό που είναι πολύ πιο κατατοπιστικό από την εκάστοτε ρητορική που μετέρχεται. Κι αυτό είναι το πνεύμα της αντιπαγκοσμιοποίησης, μιας νεοεθνικιστικής έκρηξης απολύτως διαφορετικής τόσο από τους εθνικισμούς του 17ου και 18ου αιώνα (αστικής και εθνικής ολοκλήρωσης) όσο και αυτούς του 20ού (αποτέλεσμα της κατάρρευσης της αποικιοκρατίας και του κομμουνισμού). Ολο και πιο διευρυμένα κοινωνικά στρώματα, για την ακρίβεια όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του βασικού μοχλού της μεταπολεμικής δημοκρατικής ευημερίας, της μεσαίας τάξης, νιώθουν οικονομική και πολιτισμική ανασφάλεια, όλο και περισσότερο βιώνουν ένα υλικό και ταυτοτικό κενό μετά την αμφισβήτηση και της τελευταίας παραδεδομένης τους σταθεράς, αυτής του υπερκαταναλωτισμού.

Οπως ο Μπεκ έγκαιρα είχε προβλέψει, η εποχή του παγκοσμιοποιημένου ρίσκου επαναφέρει από την πίσω πόρτα όλες τις παλιές σκληρές ταυτότητες, αναδομημένες: οικογένεια, θρησκεία, έθνος μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και μετά προς τη δόξα τραβούν. Ειδικότερα ο νεοεθνικισμός που ενδύεται της λαϊκιστικής υφολογίας χαρακτηρίζεται από μια πρωτόγνωρη αμυντικότητα, εκφράζει την επιθυμία επαναφοράς συνόρων και κανόνων σε μια εποχή αυξημένης ρευστοποίησης των οικονομικών, γεωγραφικών, ακόμη και σεξουαλικών οριοθετήσεων.

Δύο στοιχεία οδηγούν το νεοεθνικιστικό πρόταγμα σε μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση. Το ένα είναι η τυχαία ή συγκυριακή του σύμπλευση με τον χώρο των αριστερών ή δεξιών άκρων που βάλλουν ανοιχτά κατά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως το βασικό εργαλείο εμπέδωσης της παγκοσμιοποίησης. Στη μια περίπτωση στο όνομα του αντικαπιταλισμού (ακροαριστερά), στην άλλη στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και της αντιτρομοκρατίας (ακροδεξιά).

Το δεύτερο στοιχείο είναι η νέα επικοινωνιακή συνθήκη της ψηφιακής και διαδικτυακής επανάστασης, η οποία αν και κάνει εφικτή τη φαντασίωση του εκδημοκρατισμού γνώμης και της υπερεθνικής ενσυναίσθησης, την ίδια ώρα δίνει σάρκα και οστά σε κοινοτισμούς και κλειστές περιχαρακώσεις, δίνει τη δυνατότητα σε μια χαοτική πολιτισμική και πληροφοριακή συνθήκη όπου η καχυποψία και η απονομιμοποίηση οποιασδήποτε μέχρι πρότινος δεδομένης πολιτικής, επιστημονικής ή άλλης εξουσίας γίνεται ο κανόνας. Αντί για την ουτοπία ενός παγκόσμιου χωριού, μάλλον θα έπρεπε να μιλάμε για τη δυστοπική «παγκοσμιοποίηση των χωριών». Οι οικονομικοπολιτικές ελίτ, αδύναμες να επηρεάσουν ή να κατασκευάσουν μια συναίνεση όπως αυτή που κυριαρχούσε στην ψυχροπολεμική περίοδο, παρακολουθούν αδύναμες ένα επικοινωνιακό πεδίο που παράγει δομικά την πόλωση, τη διαφωνία, την καταγγελτική διαμαρτυρία και είναι έτοιμο να παραδοθεί στις χειραγωγικές ορέξεις οποιουδήποτε κεκαλυμμένου διδάκτορα που είναι σε θέση να διαδίδει νεοψυχροπολεμικά fake news.

Οποιεσδήποτε όμως και αν είναι οι αιτίες της πολιτικής ή υφολογικής εκτράχυνσης του αντιπαγκοσμιοποιητικού λαϊκισμού δεν πρέπει να παραβλεφθεί η βαθύτερη ψυχοκοινωνική δυναμική που εκφράζει. Πιθανότατα να μιλάμε για μια νέα «ταξική» διαφοροποίηση παγκόσμιας κλίμακας: από τη μια οι κοινωνικές ομάδες που υποστηρίζουν και επωφελούνται των ανοιχτών συνόρων, της μεταμοντέρνας κινητικότητας και ταυτοτικής πλαστικότητας και από την άλλοι όλοι όσοι δεν έχουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο να ακολουθήσουν και να απολαύσουν τα οφέλη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. «Επαρχιώτες» και «πρωτευουσιάνοι» γίνονται δύο νέες πλανητικές κοινωνικές κατηγορίες προς σύγκρουση (στις ΗΠΑ και Γαλλία με πολύ προφανή τρόπο). Το παλαιό φαινόμενο του λαϊκισμού (στην Ελλάδα και αλλού) ορθώς είχε ερμηνευθεί ως το ψυχοκοινωνικό αποτέλεσμα ενός πολυετούς φθόνου εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που είχαν μείνει έξω από τη νομή της εξουσίας και των κρίσιμων αποφάσεων για την ατομική και συλλογική ζωή. Σήμερα οι αντιπαγκοσμιοποιητικές πεποιθήσεις εκφράζουν τον φθόνο κοινωνικών στρωμάτων που μέχρι πρότινος είχαν τη δυνατότητα επιρροής του συλλογικού ή ατομικού «πεπρωμένου», αλλά τώρα νιώθουν ξένοι στην ίδια τους τη χώρα, εγκαταλελειμμένοι στο έλεος της γενικευμένης ανασφάλειας του μη ανοίκειν πουθενά.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ