Ο Μάριο και η Σύλβια κοιτούσαν το ρολόι τους γεμάτοι προσμονή για  τη συναυλία που θα ξεκινούσε σε λίγα λεπτά στην κατάμεστη αίθουσα της Σκάλας του Μιλάνου. Το νεαρό ζευγάρι γιατρών είχε ταξιδέψει το πρωί από τη Ρώμη αφήνοντας τα δυο τους παιδιά στους παππούδες και την επομένη το πρωί θα έπρεπε να επιστρέψουν ξανά στην καθημερινότητά τους. Αλλά είχαν αποφασίσει ότι τη δεύτερη εμφάνιση του Θεόδωρου Κουρεντζή στον «ναό της όπερας» δεν θα την έχαναν. Σχεδόν εν χορώ είπαν ότι καθόλου δεν τους αποθάρρυνε η διχογνωμία κοινού, ειδικών και κριτικών για το ντεμπούτο του Κουρεντζή στην ίδια αίθουσα τον περασμένο Απρίλιο. Αλλωστε δεν θα τον άκουγαν για πρώτη φορά. Είχαν σχεδόν όλη τη δισκογραφία του και είχαν παρακολουθήσει πάμπολλες συναυλίες του. «Είναι ένα φαινόμενο που συνεχώς αποκαλύπτει καινούργιες διαστάσεις στη μουσική και σε αυτά που έχεις ακούσει» ήταν το σύντομο σχόλιό τους για τον έλληνα διεθνή μαέστρο.

Αλλά η πρώτη σκέψη που αναδύεται όταν παρατηρεί κανείς την είσοδο στη σκηνή της Σκάλας του μουσικού σχήματος Musica Aeterna είναι πως είτε βρίσκεται κανείς από την πλευρά των υποστηρικτών ή των επικριτών οφείλει να παραδεχθεί την ιδιαίτερη θερμοκρασία αυτού του συνόλου. Ο Κουρεντζής έφτιαξε την ομάδα του ψάχνοντας επισταμένως όχι ανάμεσα στους μουσικούς που ξεχώριζαν για την τεχνική τους αρτιότητα, αλλά ανάμεσα σε αυτούς που μέσα από τη μουσική ονειρεύονται έναν διαφορετικό κόσμο για να ζήσουν όπως πολύ συχνά λέει ο ίδιος στις συνεντεύξεις του. Που θα έχουν την ίδια ηθική αντίληψη, αφού για τον μαέστρο που τιθασεύει τα πλήθη με το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο «η μουσική δεν είναι επάγγελμα, είναι αποστολή».

Πριν από λίγες ημέρες επέλεξε να αφηγηθεί το ονειρικό του σύμπαν και δώσει ξανά τις συντεταγμένες της υψηλής αισθητικής του, ερμηνεύοντας την Τετάρτη Συμφωνία του Μάλερ – η οποία είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Μόναχο τo 1901. Δεν θα ξέφευγε από ένα έμπειρο μάτι ο τρόπος που επιλέγουν να πάρουν τη θέση τους στη σκηνή οι καλλιτέχνες: χωρίς καμία διάθεση μεταφυσικής ερμηνείας ο ρυθμός και η στάση του σώματος μαρτυρά – ως επί το πλείστον – τις προθέσεις. Και θα επέμενε κανείς σε αυτό τον συνειρμό όταν θα παρατηρούσε την αθόρυβη αλλά αεικίνητη τοποθέτηση των μουσικών της ορχήστρας μπροστά στις πάρτες τους.

ΚΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ. Ευχάριστη έκπληξη: στα ψηλά της σκηνής τη θέση του πήρε και ο εξαίρετος κρουστός Δημήτρης Δεσύλλας, ο οποίος έχει ενταχθεί στην ορχήστρα του Θεόδωρου Κουρεντζή. Και έπειτα ακολουθούν η – εγκυμονούσα – μέτζο σοπράνο Πόλα Μάριχι και ο βαρύτονος Φλόριαν Μπόες που ερμήνευσαν με τη λαμπερή καθοδήγηση του εκρηκτικού μαέστρου τα λίντερ της Συμφωνίας. Οι ρέκτες του είδους γνωρίζουν ότι η εν λόγω Συμφωνία είναι δημιουργία που στα συστατικά της εμπεριέχει τις μελωδίες του Μάλερ σε παραδοσιακά ποιήματα της συλλογής «Das Knaben Wunderhorn», τα οποία χαρακτηρίζονται ως ο ακρογωνιαίος λίθος της ρομαντικής λαογραφίας – με τη συναίνεση μάλιστα του Γκαίτε. Αλλά κάθε στιγμή της ερμηνευτικής έξαψης που είχε δημιουργηθεί στο ιστορικό θέατρο υπενθύμιζε ότι εκείνο που μπορεί να παρασύρει το αφτί και το σώμα ενός ακροατή δεν είναι η χειρουργική γνώση λεπτομερειών που αποκαλύπτουν ή όχι την τεχνική αρτιότητα. Εκείνο που αποζητά κανείς είναι η μετάβαση σε κάτι υψηλό και ευγενές που μόνο το πάθος, το όραμα και η τρέλα μπορεί να το αποδώσει.

ΧΩΡΙΣ ΜΠΑΓΚΕΤΑ. Η καθαρότητα, η διεισδυτικότητα και η ξεχωριστή ματιά σε ένα έργο είναι σαφώς το ζητούμενο. Αλλά ποιος θα διαφωνήσει ότι το πρωταρχικό αγαθό της τέχνης είναι εκείνο «το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα εντός μας» όπως μοναδικά το διατύπωσε ο Φραντς Κάφκα; Αυτή την έκρηξη έζησε η πλατεία εκείνο το βράδυ που ο Θοδωρής Κουρεντζής κινούσε με χορευτικές κινήσεις τα γυμνά από μπαγκέτα χέρια του για να καθοδηγήσει το σύνολό του αναζητώντας τη σύνδεση μαζί του. Μια τέτοια σύνδεση προσέφερε η κρυστάλλινη και απόκοσμη φωνή της Τζανίν ντε Μπικ. (Η αρχική πρόθεση του Μάλερ ήταν να το εντάξει στην Τρίτη Συμφωνία του και να το ερμηνεύει ένα νεαρό αγόρι, αλλά τελικά βρήκε τη θέση του στην Τετάρτη Συμφωνία και προτίμησε την εκδοχή μιας σοπράνο.)

Η εξωτικής ομορφιάς σοπράνο έδωσε τη δική της μεστή και προσεκτική περιγραφή στο «Das himmlische Leben» (Η επουράνια ζωή). Μερικά δευτερόλεπτα σιωπής στην αίθουσα και τα ορμητικά κύματα χειροκροτημάτων που ακολούθησαν υπενθύμισαν ότι η πίστη στην τέχνη είναι μονόδρομος.