Εχει πολύ ενδιαφέρον η έρευνα γύρω από τις συνθήκες, κάθε φορά, που ευνοούν μια ορισμένη οικονομική ή πολιτιστική άνθηση. Είναι άραγε τυχαίο πως το νεοελληνικό δραματολόγιο, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ευδοκίμησε σε εποχές κρίσης; Κρίσης πολιτικής, οικονομικής, θεσμικής. Αλλά και κατά τη διάρκεια πιο επώδυνων περιπετειών του λαού μας. Σε πολέμους και δικτατορίες; Είναι, νομίζω, λογικό αυτό το φαινόμενο, αφού μέσα στην όποια κρίση ο κόσμος, η κοινωνία επανατοποθετούν το μέγα ερώτημα: «Ποιοι είμαστε, τι επιδιώκουμε, τι φταίει, ποια προοπτική έχουμε και ποιες αξίες, ιδέες και ήθη αντέχουν;». Μέσα στη μετα-επαναστατική περίοδο και τη βαυαρική πλημμυρίδα συγγραφείς όπως ο Χουρμούζης, ο Καρύδης, ο Αϊβαζίδης και έργα όπως η «Βαβυλωνία» και η διασκευή του αριστοφανικού «Πλούτου», αλλά και οι πρώτες κριτικές των ηθών της μικροαστικής ανερχόμενης τάξης από τον Αγγελο Βλάχο («Η κόρη του παντοπώλου») και τον ιδιοφυή συγγραφέα του «Γάμου του Κουτρούλη», όπως και τα γνωστά σύνδρομα της κοινωνίας που είναι διάτρητη παράγοντας μικροαπατεώνες («Φιάκας»), έτσι και στην άλλη μεγάλη κατάρρευση οικονομίας και ηθών που οδήγησε στην τραγωδία του 1897 και στην απονενοημένη Επανάσταση στο Γουδί μέσα από την ανακάλυψη νέων θεατρικών μορφών, το δραματικό ειδύλλιο, το κωμειδύλλιο, την επιθεώρηση αναζητούσαμε νέα ταυτότητα και νέα σωσίβια.

Υστερα ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Μπόγρης, ο Μελάς, ο Παλαμάς, ο Νιρβάνας, ο Ταγκόπουλος και εμπνευσμένοι θεατράνθρωποι (Χρηστομάνος, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Θ. Οικονόμου, Παντόπουλος) μέσα στην κρίση των Βαλκανικών Πολέμων και την κτηνωδία του Πρώτου Παγκόσμιου, αλλά και την παραφροσύνη του Διχασμού πλουτίζουν τη δραματουργία μας με έξοχα κείμενα και την αισθητική των παραστάσεων με ποικιλίες εκφραστικών τρόπων.

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Την εποχή που η Ευρώπη ταλανίζεται από την γέννηση του αβγού των φασισμών και των ναζισμών και η Ελλάδα παραπαίει ανάμεσα σε δικτατορίες, δημοκρατικά σκιρτήματα και παλινορθώσεις θρόνων ο Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου (υπουργός Παιδείας) ιδρύουν το Εθνικό Θέατρο με διπλό σκοπό, τη γνωριμία του κοινού με τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και την ενίσχυση και προβολή της ελληνικής θεατρικής παραγωγής (από τον Αισχύλο στον Ξενόπουλο). Σημειώνω πως η πανηγυρική έναρξη του Εθνικού Θεάτρου έγινε (να το ακούνε κάποιοι και να ντρέπονται) με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου και το «Θείον όνειρον» του Ξενόπουλου, σε κοινή παράσταση. Βέβαια τότε στελέχη του Εθνικού ήταν ο Γρυπάρης, ο Φώτος Πολίτης, ο Ροντήρης, ο Βεάκης, η Παξινού, ο Μινωτής, η Παπαδάκη, η Κατερίνα.

Την ίδια εποχή αναδύεται από το πουθενά ο Κουν και φέρνει την άλλη άποψη για την αισθητική της υποκριτικής τέχνης.

Και αργότερα μέσα στην Κατοχή ο Κουν αναζητεί νέους έλληνες συγγραφείς (Σολομός, Σεβαστίκογλου) και πριν από τον Εμφύλιο «οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες» ανεβάζουν «Φον Δημητράκη» του Ψαθά, Πατατζή, Γιαλαμά κ.ά.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου και μέσα από τις ρωγμές που αφήνει η λογοκρισία ανθούν ο Ψαθάς, ο Ρούσσος, ο Σακελλάριος, ο Σταύρου, ο Περγιάλης, ο πρώτος Καμπανέλλης, ο Κοτζιάς, ο Ρώτας. Το θέατρο και μάλιστα το αποκεντρωμένο (ο πρωτοπόρος το 1949-50 τιμά νέους συγγραφείς στην απομακρυσμένη συνοικία… Καλλιθέα!)

Μετά τις χαίνουσες πληγές του Εμφυλίου πάλι ο Κουν ανακαλύπτει τον Καμπανέλλη (1955) και «Η αυλή των θαυμάτων» εγκαινιάζει μια από τις πλέον δημιουργικές στιγμές του νεοελληνικού πολιτισμού. Διότι παράλληλα με τη θεατρική άνθηση, φουντώνει η Μουσική Επανάσταση (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Σπανός, Μαμαγκάκης) και συνάμα η επανεκτίμηση του ρεμπέτικου, του δημοτικού, του μικρασιατικού μουσικού θησαυρού, η ζωγραφική (Τσαρούχης, Γκίνες, Μόραλης, Τέτσης, Εγγονόπουλος), η προβολή των εμπειρικών (Σπαθάρης, Μακρυγιάννης, Θεόφιλος, Βαμβακάρης) για να αρχίσουν να ξεφυτρώνουν στην περιφέρεια του Αστεως (Νέα Ιωνία) οι τόλμες του αείμνηστου φίλου Γιώργου Μιχαηλίδη, του Θανάση Παπαγεωργίου (αργότερα στου Ζωγράφου), του Βουτέρη στον άνυδρο τότε Πειραιά.

Και στη διάρκεια της δικτατορίας η έκρηξη του νεοελληνικού δραματουργικού θαύματος (Μάτεσις, Μουρσελάς, Κεχαΐδης, Αναγνωστάκη, Σκούρτης, Ευθυμιάδης, Τσικληρόπουλος, Διαλεγμένος, Μανιώτης, Μέντης, Αρμένης, Χρυσούλης, ο πρόωρα φευγάτος Καρράς), για να ακολουθήσουν μια έξοχη αλυσίδα από νεότερους που καλύπτουν τη χαρά της αποκάλυψης μέχρι τις αρχές του 2000. Υστερα πέφτει ένα νεκροσέντονο, το νεκροσέντονο του γελοίου μεταμοντερνισμού και μιας δραματουργίας του δοκιμαστικού σωλήνα, με υβρίδια, λειχήνες και πτωμαΐνη.

Με λίγες, ευτυχώς, αστραπές μέσα στο σκοτάδι (Δήμου).

Την ίδια εποχή που η Κεντρική Ευρώπη περνάει επίσης μια θεατρική συγγραφική παραλυσία (γνωρίζετε τίποτα σημαντικό στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία;) και ενώ κάποιες αχτίδες φωτός έρχονται από την Ισπανία και την Ιρλανδία και τα τελευταία κατάλοιπα μιας μεγάλης σχολής της Αγγλίας, εδώ, στον έρμο τόπο μας μεγάλοι συγγραφείς φεύγουν και δεν παίζονται από το Εθνικό Θέατρο και άλλοι με έξοχα έργα στο συρτάρι τους αγνοούνται τη στιγμή που η οικονομική κρίση έχει «κλείσει» επιχορηγούμενα θέατρα που κάποτε στήριξαν το ελληνικό έργο (Αμφιθέατρο, Απλό Θέατρο, Ανοιχτό Θέατρο, Βουτέρης, Αρμένης, Χριστοφυλάκης, Διαμαντής, Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη, ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, Καλαμάτας, Αγρινίου, Σερρών, Ρούμελης). Παντού νεκρική σιωπή.

Είναι λοιπόν παρήγορο κάθε φορά που μας δίνεται η ευκαιρία να ακούσουμε και να δούμε σύγχρονο ελληνικό έργο. Ευτυχώς (;) η κρίση οδήγησε καλούς ηθοποιούς να επιζητούν από έλληνες συγγραφείς μονολόγους και έτσι τουλάχιστον εκτός από Παπαδιαμάντη και Βιζυηνό ακούμε και χαιρόμαστε ανθηρά έλληνα λόγο.

Στο θέατρο Πρόβα, που με κουράγιο και με τα δόντια η Ραζή και ο Τσόγκας κρατούν, το ελληνικό έργο βρίσκει στέγη. Για τρίτη χρονιά παίζεται το έξοχο έργο του Μαλέλη, μια συνταρακτική μαρτυρία, που έγραψα παλιότερα γι’ αυτό, για την κατάθλιψη.

Και τώρα παρουσιάζεται το νέο έργο του Παναγιώτη Μέντη «Η αναζήτηση». Ενα κείμενο έξοχο και συνάμα τολμηρό, αλλά αριστουργηματικά κρυπτικό ώστε να εγείρει το ενδιαφέρον μας και να μην υποκύπτει στην τρέχουσα μόδα της πρόκλησης. Διότι η υπόγεια υπαινικτική ενοχή (;) της αιμομιξίας είναι ένα αιώνιο θύμα όχι μόνο της δραματουργίας, αλλά και της θρησκείας και της φιλοσοφίας (της ηθικής) και της κοινωνικής και νομικής προσέγγισης.

Ο Μέντης προσεγγίζει το θέμα του – τη σχέση των δύο αδελφών που μάλιστα έχει και καρπό (παιδί βαθύτατο αίτιο ενοχών και προφυλάξεων) – με άκρα ευαισθησία αλλά και κατανόηση των ανθρωπίνων αδυναμιών, αδιεξόδων και αδήριτων αναγκών.

Πίσω από το ενοχικά αθώο (!) αυτό ζευγάρι υπάρχει ένας φευγάτος πατέρας και μια τυραννική μητέρα που σαν βαρίδια και σκοτεινούς δυνάστες κυριαρχούν και καθορίζουν συμπεριφορές και αξίες.

Ομολογώ πως θαύμασα την άκρα διακριτικότητα που διαχειρίζεται το καίριο αυτό πρόβλημα ο Μέντης. Σ’ ένα κείμενο όπου οι δύο ήρωες (μάλλον αντι-ήρωες) διάγουν μια δύσκολη καθημερινότητα ως μέλη μιας κοινωνίας σε κρίση πρέπει να καταστρώνουν και σχέδια βίου κρυπτικά για να αποφύγουν προκλήσεις, επιθέσεις αλλά και συναισθηματικά διλήμματα, μια και τους αναζητά ο καρπός του «έρωτά» τους που έχει δοθεί για υιοθεσία!

Ο Νίκος Σακαλίδης σκηνοθέτησε με έξοχη ευαισθησία ένα κείμενο στην κόψη του ξυραφιού τονίζοντας το πικρό του χιούμορ.

Η Κοραλία Τσόγκα είναι μια νέα ηθοποιός με τσαγανό, με έξοχους ρυθμούς και εσωτερική προίκα συναισθημάτων, καθαρό λόγο και λιτή κίνηση. Ο Θωμάς Βούλγαρης διαθέτει μια σκηνική ευαισθησία και συνάμα μια δραματική πηγαία σεμνότητα ήθους.