Ανακάλυψα τον Κώστα Γαβρά μέσα από τον «Αγνοούμενο», λίγους μήνες μετά την πρώτη προβολή στους κινηματογράφους. Η ταινία ήταν πολυδιαφημισμένη – κουβαλούσε ήδη έναν Χρυσό Φοίνικα από τις Κάννες κι ένα Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Το Χόλιγουντ, που είχε πάντοτε τον τρόπο του με τις πολιτικές ταινίες, ήταν προφανές ότι επένδυε στον έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος  αναδεικνυόταν σε μια από ισχυρότερες υπογραφές παγκοσμίως σε ταινίες με πολιτικό υπόβαθρο. Θυμάμαι ότι η οδύσσεια ενός ηλικιωμένου Αμερικανού που αναζητούσε τον (δημοσιογράφο) γιο του στη Χιλή του Πινοτσέτ, με είχε εντυπωσιάσει λιγότερο από τη νέα εικόνα που ανακάλυπτα για τον Τζακ Λέμον. Ο, χαμηλών τόνων, Λέμον ίσως ήταν εκείνη την εποχή ο αγαπημένος μου κωμικός, αλλά μπορούσε τελικά να απογειώσει κι ένα πολιτικό δράμα – και ο Γαβράς το είχε αντιληφθεί. Ηταν προχωρημένο 1983, η ταινία ήταν παραγωγή της προηγούμενης χρονιάς, αλλά έτσι κι αλλιώς οι ταινίες έφθαναν εκείνη την εποχή στους ελληνικούς κινηματογράφους με χρονοκαθυστέρηση και ο «Αγνοούμενος» ακόμη δεν είχε ολοκληρώσει τον εμπορικό κύκλο του – στο ταμείο ενός συνοικιακού κινηματογράφου είχα βρει ακόμη ουρά.

Στα χρόνια της εφηβείας και της πολιτικοποίησης, ωστόσο, το θέμα που με είχε στείλει στο σινεμά δεν ήταν ο «Αγνοούμενος», ούτε ο Λέμον. Κακά τα ψέματα, Το θέμα ήταν ο Γαβράς. Η εικόνα του παγκόσμιου Ελληνα δεν ήταν συνηθισμένη στον δικό μας μικρόκοσμο -μέχρι τότε στο μυαλό μου είχα τον Ωνάση, την Κάλλας, ίσως έναν – δυο ακόμη που θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ρόλο. Ηταν ένα τεστ που έκανα χρόνια αργότερα και σε διάφορες επισκέψεις εκτός συνόρων. Ο μέσος πολίτης στο Λονδίνο, το Παρίσι, σε μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη ή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μπορούσε να σου πει για τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Ομηρο, αναζητώντας Ελληνες με βαθύ αποτύπωμα, αλλά από τους σύγχρονους δυσκολευόταν να σταθεί σε κάποια ονόματα. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις είχαν βγει εκτός συνόρων, αλλά περισσότερο σε ένα μυημένο κοινό. Οπως και ο «Τεό», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που ήταν πασίγνωστος στον κύκλο των σινεφίλ. Ακόμη και το «τεστ παπ» για το οποίο μπορούσαν να σου μιλήσουν σχεδόν όλοι, αγνοούσαν ή αδυνατούσαν να το συνδέσουν με τον σπουδαίο Γιώργο Παπανικολάου. Σε ένα υποτυπώδες γκάλοπ με μια παρέα Νεοϋορκέζων, κάπου στα τέλη του ΄90, οι διάσημοι σύγχρονοι Ελληνες που βρέθηκαν στη κορυφή της λίστας ήταν δύο Αμερικανοί με ελληνικές ρίζες – η Τζένιφερ Ανιστον και ο Τζορτζ Στεφανόπουλος – κι ένας σκηνοθέτης που ερχόταν από τη Γαλλία: ο Κώστας Γαβράς.

Δεν το έβλεπα με την οπτική ενός υπηκόου της ψωροκώσταινας, αλλά ως παιχνίδι αναζήτησης Ελλήνων που μπορούσαν να επηρεάσουν ένα διεθνές ακροατήριο. Σε αντίθεση με την αναγνωρισιμότητα των ελληνικής καταγωγής TV stars, στον Γαβρά αναγνώριζαν κι έναν σημαντικό δημιουργό. Αυτή η εικόνα και η παρεμβατικότητα προφανώς κρύβεται πίσω και από την πρόταση που του μεταφέρθηκε στο Παρίσι, το φθινόπωρο του 2014, για μια επιστροφή στην Ελλάδα και το Προεδρικό Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού, όπως εκμυστηρεύεται και ο ίδιος στις σελίδες της πρόσφατης αυτοβιογραφίας του. Ακόμη κι αν υπήρχαν συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από την πρόταση, όσοι κατέληξαν σε αυτήν, τίμησαν τον διάσημο σκηνοθέτη και κινήθηκαν με τη βεβαιότητα ότι εκείνος μπορούσε να ανταποκριθεί στο ύπατο αξίωμα.

Μέσα από ένα σημερινό γκάλοπ στους ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς δρόμους αναμφίβολα θα αναδεικνυόταν η διασημότητα που έχει αποκτήσει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Οπως δεν έχω αμφιβολία ότι οι περισσότεροι είναι ενθουσιασμένοι που ο Γιώργος Λάνθιμος κινείται πλέον σε μια παγκόσμια σκηνή, αφήνοντας το δικό του στίγμα. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μετρά πολλούς με διεθνή απήχηση και να στηριχθεί στην υπεραξία τους. Η δική τους συνεισφορά είναι απαραίτητη σε μια κοινωνία που δεν μπορεί να βασίζεται εσαεί στους προγόνους της.