Ο θάνατος του Γιώργου Σκούρτη με άφησε με ένα παράξενο συναίσθημα. Ηταν ο πρώτος διάσημος άνθρωπος που πρωτοσυνάντησα, φοιτηταριάτο, παιδί από επαρχία, στην Αθήνα, σε μπαρ – στο Dada των Εξαρχείων -, ο πρώτος διάσημος που μου μίλησε. Με άλλα λόγια, ήταν ο άνθρωπος που μου έδειξε ότι οι διάσημοι είναι κι αυτοί σαν τους άσημους, έχουν ιδιωτική ζωή, ελαττώματα και πάθη.

Ώς τότε, τον ήξερα κυρίως εκ φήμης. Ως θεατρικό συγγραφέα, εκπρόσωπο μιας ομάδας νέων δυνάμεων, πολιτικοποιημένων παιδιών, που με τη δουλειά τους συνόψισαν το ολίγον πριμιτίφ, ολίγον ψιλοναΐφ αντιχουντικό και συνάμα αριστερό κλίμα την εποχή της δικτατορίας. Τον είχε κι αυτόν αρπάξει στα 1970 ο Κάρολος Κουν και με το Θέατρο Τέχνης εκείνων των καιρών ανέβασε μες στη χούντα τους «Νταντάδες» του, με ήρωες δύο Νεοέλληνες που είχαν πληρωθεί για να κολακεύουν μια άθλια ύπαρξη, σύμβολο της εξουσίας. Ηταν ένα έργο που υπαινισσόταν την αντίσταση, και αγαπήθηκε ακριβώς για την ασάφεια και για τους υπαινιγμούς του. Κι είχε συνέχεια: στο θέατρο, αλλά και στη λογοτεχνία.

Ο Σκούρτης συγκαταλεγόταν στους ντόπιους εκπροσώπους μιας οικείας Μονμάρτρης. Μιας παρέας διανοουμένων, καλλιτεχνών, εξεγερμένων, χωρίς το παρισινό και ευρύτερα το ευρωπαϊκό πλαίσιο της καλλιτεχνικής διανόησης. Ηταν δηλαδή κάποιοι μόνοι τους. Ισορροπιστές μέσα από τη δύσκολη στην εκδήλωσή της αντίθεση στη χούντα, από τις κακοχωνεμένες ιδεολογίες του μαρξισμού, από την παράδοση των επαρχιών τους, από τα νταραβέρια με τους φοιτητές της εποχής, από κάποια μάλλον μακρινή σχέση με τις αριστερές οργανώσεις (που άλλωστε ήταν στην παρανομία) και σίγουρα από την αίγλη της καλλιτεχνίας, που αντάμειβε όσους την υπηρετούσαν όχι τόσο σε λεφτά όσο σε κοινωνικότητα. Στο θέατρο που έκαναν δεν είχαν ποιον να επικαλεστούν, σχεδόν μόνο τον Κεχαΐδη. Αλλά είχαν θράσος, αυθάδεια και άγνοια κινδύνου.

Συνέχισα να συναντώ τον Σκούρτη στα μπαρ έως πρόσφατα. Λες κι είχε μείνει, με τον κολλητό του, τον Μπάμπη Τσικληρόπουλο, εκεί, στο μεταίχμιο της Μεταπολίτευσης. Πάντα ίδιος, μόνο οι ρυτίδες πολλαπλασιάστηκαν και οι τρίχες άσπρισαν – με τσιγάρο, μουστάκι, ειρωνεία, ένα ποτό στο χέρι, έτοιμος για μη πολιτικώς ορθό φλερτ.

Ηταν η προσωποποίηση του κλίματος της Μεταπολίτευσης. Του τελεολογικού παραδείσου που περίμεναν όσοι ταύτισαν τη ζωή τους με κάποια ουτοπία. Και της απογοήτευσης επειδή ο κόσμος αποδείχτηκε πιο σύνθετος και οι ιδεολογίες μικρές.