Τα πράγματα έχουν σοβαρέψει αρκετά. Το αντιλαμβάνεται κανείς από τον Αλέξη Τσίπρα που εσχάτως δεν χαμογελάει, αλλά κυρίως από την καχυποψία που καταγράφεται σε όλους τους κυβερνητικούς διαδρόμους – από το Μαξίμου και τα υπουργεία ώς την Κουμουνδούρου. Το ερώτημα «ποιος είναι με ποιον» ακούγεται πλέον από πολλούς για πολλούς – και αυτή η αναζήτηση δεν σχετίζεται βεβαίως με ένα παιχνίδι γνώσεων πάνω από ένα συριζαϊκό trivial pursuit, αλλά με την πίεση που αυξάνεται σε καθημερινή βάση στο κυβερνητικό στερέωμα. Μπορεί να οφείλεται στον εκλογικό ορίζοντα που έρχεται όλο και πιο κοντά, αλλά περισσότερο έχει να κάνει με τη θέση που τρέχει ή επιθυμεί να πιάσει ο καθένας στην κομματική σκακιέρα. Και τη συνακόλουθη αγωνία.

Ο Τσίπρας κοιτάζει το χρονόμετρο κι ετοιμάζεται για τις τελευταίες κινήσεις, αντιλαμβανόμενος πλέον τον κίνδυνο αυτές να γίνουν μέσα σε χαλάσματα. Δεν είναι μόνον η έξοδος Κοτζιά και οι ταχυπαλμίες που προκαλεί ο Καμμένος, αλλά μια σειρά από μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν ότι το κόμμα και το κυβερνητικό σχήμα βρίσκονται κοντά στο σημείο βρασμού. Ακόμη και στο Μαξίμου το κλίμα είναι δηλητηριασμένο, ενώ μια μάχη εξουσίας σοβεί στον προθάλαμο του πρωθυπουργικού γραφείου – με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για τις δυνατότητες ενός επιτελείου να θέσει σε εφαρμογή έναν σοβαρό πολιτικό και επικοινωνιακό σχεδιασμό. Υποτίθεται ότι το γραφείο του πρώτου ορόφου, με τη θέα στον Εθνικό Κήπο, εκεί όπου κάποτε ήταν το δώμα του Ανδρέα Παπανδρέου και μετέπειτα το γραφείο του Θόδωρου Ρουσόπουλου και του Δημήτρη Σταμάτη, και όπου σήμερα εδρεύει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, αυτές τις ημέρες έχει πάρει φωτιά. Ενοικοι του κτιρίου ωστόσο διαβεβαιώνουν ότι η πόρτα συνήθως είναι κλειστή, ενώ ο Νίκος Παππάς κάθε φορά που περνάει από μπροστά για το μικρότερο γραφείο που χρησιμοποιεί αριστερά στο βάθος του ορόφου δεν χτυπάει ούτε για καλημέρα.

Ακόμη και στην υπερβολή τους, οι αναφορές αυτές περιγράφουν μια συγκρουσιακή ατμόσφαιρα που παραπέμπει στο μετεκλογικό σκηνικό. Η τάση που θέλει ο Τζανακόπουλος να λειτουργήσει ως σφήνα ανάμεσα στους προεδρικούς και τους 53 μπορεί προς το παρόν να συνεπικουρείται μόνον από τον Δημήτρη Βίτσα και την Εφη Καλαμαρά, αλλά είναι προφανές πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε καν ως σκέψη σε ένα ρωμαλέο κόμμα με προοπτικές εκλογικής επικράτησης. Η επόμενη μέρα θα έχει τους δικούς της πρωταγωνιστές και τον δικό της ιδεολογικό μανδύα, αλλά η προετοιμασία πρέπει να ξεκινήσει πριν από τις κάλπες. Εάν οι 53 κοιτάζουν αριστερά και οι προεδρικοί με τους πασοκογενείς που έχουν ενσωματώσει εκφράζουν τη συντηρητική πλευρά του κόμματος, ο Τζανακόπουλος σηκώνει το χέρι ψηλά για να εκπροσωπήσει τον μεσαίο χώρο της Κουμουνδούρου. Το μεγάλο παιχνίδι στον ΣΥΡΙΖΑ, όταν και όποτε παιχθεί, δεν μπορεί να παιχθεί από τον Δραγασάκη ή ακόμη και από τον Τσακαλώτο, αλλά από στελέχη που έπονται της γενιάς του Τσίπρα. Δεν είναι επιχείρημα που θα το βάλει κάποιος φωναχτά από σήμερα στο τραπέζι, αλλά υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών, αν όχι όλων. Μέχρι τότε, ο ακήρυχτος πόλεμος του Τζανακόπουλου με τον Παππά θα περιοριστεί σε επιμέρους σημεία τριβής – όπως, για παράδειγμα, ποιος εμπνεύστηκε την επικοινωνιακή διαχείριση για το Μάτι ή ποιος θα χειριστεί το πλάνο πολιτικής εκμετάλλευσης των όποιων εξελίξεων προκύψουν από το δικαστικό πεδίο.

Στο δεύτερο, ο ρόλος του Τζανακόπουλου θα είναι ενισχυμένος, καθώς παράλληλα με την εκπροσώπηση θα λειτουργεί και η νομική ιδιότητα. Δεν εξετάστηκε σε κενό αέρος, άλλωστε, το ενδεχόμενο να μετακινηθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης, αντί του Καλογήρου. Εστω κι αν ο Πολάκης πήγε να χαλάσει το σκηνικό, στο δικαστικό πεδίο η κυβέρνηση θα παίξει και τα τελευταία χαρτιά της – και, σε μια δικονομική υπέρβαση, ο Τζανακόπουλος θα συνεχίσει να επικαλείται τη «βούλα των δικαστηρίων» ακόμη και για μια απόφαση προσωρινής κράτησης.