Ρώμη, Μάρτιος 1939. Ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μπενίτο Μουσολίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο, ενημερώνει τον Εμανουέλε Γκράτσι ότι θα αποτελέσει τον επόμενο πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα. Ο Γκράτσι, όπως σημειώνει στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους», στο οποίο εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια όλο το παρασκήνιο για το πώς φτάσαμε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ανησύχησε.

«Η παροιμιώδης στρεβλότητα της βαλκανικής πολιτικής ήταν ό,τι πιο ξένο μπορεί να φανταστεί κανείς προς τον χαρακτήρα μου».

Η μοίρα τελικά θα του επιφύλασσε να είναι αυτός που ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα επέδιδε στον έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε, μεταξύ άλλων, ελεύθερη διέλευση του στρατού της από την ελληνοαλβανική μεθόριο.

Ο Γκράτσι ανήκει στους πρωταγωνιστές μιας από τις δραματικότερες περιόδους της σύγχρονής ελληνικής Ιστορίας. Βασικός συνομιλητής του Ιωάννη Μεταξά αλλά και του ίδιου του Μουσολίνι, υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας συγκλονιστικών λεπτομερειών του διπλωματικού εκείνου θρίλερ.

Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ. Το φιτίλι είχε ανάψει ήδη από την 7η Απριλίου 1939, όταν η Ιταλία καταλάμβανε την Αλβανία. «Οι ελληνικές στρατιωτικές Αρχές», γράφει ο Γκράτσι, «έβρισκαν ότι ο αριθμός των στρατευμένων μας ήταν υπερβολικός και θεωρούσαν ότι τα μεγάλα γυμνάσια επί αλβανικού εδάφους, που είχαμε αναγγείλει για το καλοκαίρι, δεν ήταν παρά μόνο ένα πρόσχημα (…) Ο Μεταξάς τελικά αναγκάστηκε να υποκύψει στις πιέσεις των στρατιωτικών και σε λίγο άρχισε στην Ελλάδα μια μερική και βαθμιαία επιστράτευση και μια ανησυχητική ενίσχυση των φρουρών της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας».

Ξεκινά έτσι μια περίοδος έντονης νευρικότητας, με την Ιταλία όμως να αρνείται οποιαδήποτε πρόθεση να επιτεθεί.

«Ο Μουσολίνι μού είπε επί λέξει: «Η Ελλάδα δεν είναι στον δρόμο μας και δεν θέλουμε τίποτε από αυτήν. (…) Αν η Ελλάδα θέλει πολεμικό υλικό, είμαι διατεθειμένος να της το παραχωρήσω, ιδίως αεροπλάνα και πυροβόλα. Αν δεν μπορεί να πληρώσει σε χρυσό, μου αρκεί να πληρώσει σε λάδι, που για μας τη στιγμή αυτή αξίζει όσο και ο χρυσός» (…) Επέστρεψα στην Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου και το ίδιο πρωί έγινα αμέσως δεκτός από τον Μεταξά. (…) Μου είπε ότι ήταν η ωραιότερη μέρα της πολιτικής του ζωής και μια ευτυχής ημέρα για την Ελλάδα».

Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, η Ιταλία εισέρχεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Γκράτσι εξομολογείται:

«Η στερνή γνώση μπορεί να πει ότι όποιος βλέπει την κυβέρνησή του να εξωθεί τη χώρα του σε έναν δρόμο που οδηγεί σχεδόν με βεβαιότητα στον γκρεμό, πρέπει να αρνηθεί να την ακολουθήσει και να την υπηρετήσει. Εγώ όμως αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα του υπαλλήλου με τρόπο τελείως διαφορετικό. Δεν θα υπήρχε δυνατότητα ύπαρξης για κανένα κράτος στον κόσμο αν οι υπάλληλοί του και οι αξιωματικοί του αρκούνταν να το υπηρετήσουν μόνο όταν ακολουθεί μια εσωτερική ή εξωτερική πολιτική της αρεσκείας τους. Οι Αγγλοι λένε με υπερηφάνεια: «Right or wrong, my country»».

Στις 15 Οκτωβρίου, όπως αποκαλύπτει ο Γκράτσι, ο Μουσολίνι εισέρχεται στο γραφείο του, στο Palazzo Venezia, για το απόρρητο πολεμικό συμβούλιο. Τα λεγόμενά του, στον διάλογο που παραθέτει αυτούσιο ο Γκράτσι, καταδεικνύουν πόση σημασία έδινε στην επιχείρηση κατά της Ελλάδας αλλά και πόσο είχε υποτιμήσει τους Ελληνες.

«Ντούτσε: Οι εδαφικοί στόχοι θα πρέπει να μας οδηγήσουν στην κατάληψη ολόκληρης της νότιας αλβανικής ακτής. (…) Πρέπει να μας δώσουν την κατάληψη των ιόνιων νησιών Ζακύνθου, Κεφαλονιάς, Κέρκυρας καθώς και την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης. Οταν θα επιτύχουμε τους σκοπούς αυτούς, θα έχουμε βελτιώσει τις θέσεις μας στη Μεσόγειο απέναντι στην Αγγλία. Σε μια δεύτερη φάση ή παράλληλα με τις επιχειρήσεις αυτές [να έχουμε ως στόχο] την ολοσχερή κατάληψη της Ελλάδας για να τη θέσουμε εκτός μάχης και να βεβαιωθούμε ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες θα παραμείνει στον δικό μας πολιτικοοικονομικό χώρο».

ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ. Ετσι φτάνουμε στα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Γκράτσι βρίσκεται μπροστά από την πόρτα της οικίας Μεταξά.

«Τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 το πρωί περνούσαν αργά σαν ώρες, ώρες που, αναμφίβολα, υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου. Στη σκέψη ότι το καθήκον μου μού επέβαλλε να γίνω αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας τέτοιας ατιμίας (…) ερχόταν να προστεθεί και ένας σοβαρός φόβος (…) Να ξυπνήσω στην καρδιά της νύχτας έναν άνθρωπο σ’ αυτήν την κατάσταση υγείας για να του εγχειρίσω ένα έγγραφο που σήμαινε συγχρόνως την αποτυχία της όλης του πολιτικής και τον πόλεμο μεταξύ της μικρής του χώρας και μιας μεγάλης δύναμης».

Η μικρή αυτή χώρα τελικά επικράτησε. Οι ήρωές της πέρασαν στο πάνθεον της παγκόσμιας Ιστορίας και γνωρίζουμε καλά ποια ήταν η συμβολή τους στην τελική έκβαση του πολέμου ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό.