Εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τι θα έλεγαν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ εάν οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναπτύξουν μόνιμες στρατιωτικές βάσεις σε πλείστες όσες πόλεις της Ελλάδας. Πόσες οργισμένες ανακοινώσεις θα έβγαιναν, πόσες δηλώσεις περί «αμερικανόδουλων» θα γίνονταν, τι υπαινιγμοί περί εθνικής προδοσίας θα αφήνονταν, πόσες σόλες θα έλιωναν σε διαδηλώσεις.

Κι όμως. Η χώρα μετατρέπεται σε αεροπλανοφόρο από εκείνους που επένδυσαν στον αντιαμερικανισμό και συστήθηκαν ως κήρυκες της εθνικής ανεξαρτησίας. Από εκείνους που χαρακτήρισαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους «Κουίσλινγκ» και «γερμανοτσολιάδες». Πώς θα χαρακτήριζαν άραγε τώρα τους εαυτούς τους; Το «καλύτερο βαποράκι των ΗΠΑ» όπως είπε το Κομμουνιστικό Κόμμα; Ή κάτι ακόμη βαρύτερο, κάτι ακόμη πιο ταπεινωτικό, όπως τότε που διεκδικούσαν την εξουσία στο όνομα της χαμένης αξιοπρέπειας;

Το ερώτημα είναι ρητορικό. Αλλα ερωτήματα όμως αναζητούν απαντήσεις: Με τι αντάλλαγμα θα μετατραπεί η χώρα σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ; Πώς θωρακίζεται η ασφάλειά της; Με τι εγγυήσεις θα εγκατασταθούν στο ελληνικό έδαφος στελέχη και εξοπλισμός του αμερικανικού στρατού;

Στα ερωτήματα αυτά η κυβέρνηση της πρώτη φορά Αριστεράς και της υπερεθνικιστικής Δεξιάς οφείλει να δώσει απαντήσεις. Ας μην εξηγήσει γιατί δεν άφησε αρχή και αξία που να μην καταπατήσει. Εχει υποχρέωση όμως να εξηγήσει με ποιον γνώμονα και για ποιον σκοπό διαχειρίζεται τα συμφέροντα της χώρας. Η ιδεολογία είναι δική της, μπορεί να την κάνει όσο κουρέλι θέλει. Η χώρα όμως δεν είναι υποχείριο κανενός.