Η «ρητορική του μίσους» είναι ένα από τα διαδομένα αντικείμενα μελέτης στη διεθνή βιβλιογραφία. Οπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις στον χώρο των κοινωνικών επιστημών δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός. To γεγονός όμως ότι έχουν σημειωθεί πολιτικές προσπάθειες ελέγχου και περιστολής του μισαλλόδοξου λόγου σε χώρες της ΕΕ μετά τις σχετικές οδηγίες, έχει διαμορφώσει κάποιες πιο σαφείς οριοθετήσεις. Οι περισσότερες καταλήγουν στο να εξομοιώνουν τη ρητορική του μίσους με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό, δηλαδή, με κάθε δημόσια έκφραση που εμπεριέχει βίαιη διάκριση και στιγματισμό μειονοτικών ομάδων (κυρίως θρησκευτικών και εθνοτικών). Κατά συνέπεια, ο μνησίκακος λόγος έχει γίνει σχεδόν συνώνυμος του ρατσισμού και των διάφορων εκδηλώσεών του απέναντι σε μεταναστευτικούς πληθυσμούς ή άλλες κοινωνικές ομάδες (π.χ. ομοφυλόφιλοι).

Η επικέντρωση στον ρατσιστικό ακροδεξιό λόγο που συνήθως συνοδεύει την εξέταση της ρητορικής μίσους αποτρέπει τη συζήτηση για τους πολλαπλούς τρόπους που αυτή προσλαμβάνει. Η περίοδος της κρίσης στην Ελλάδα είναι ενδεικτικό παράδειγμα. Η ρητορική μίσους αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια όχι μόνο για τις συνήθεις μειονοτικές ομάδες στιγματισμού (με βάση την εθνότητα, τη φυλή, τις σεξουαλικές επιλογές) αλλά για ένα πολύ ευρύτερο φάσμα θεμάτων και από φορείς που δύσκολα μπορούν να συγκαταλεχθούν αποκλειστικά στην ακροδεξιά ιδεολογία. Από το 2010 και μετά σημειώθηκαν αυξημένες εκδηλώσεις μίσους για το Κοινοβούλιο και τους βουλευτές, για το «σύστημα» και όλους τους φορείς του, για τους ισχυρούς ξένους, τους Ευρωπαίους, τους Εβραίους, τους τραπεζίτες κ.ά. Ολες αυτές οι περιπτώσεις είναι είδη μισαλλόδοξου λόγου που εκτοξεύονται όχι μόνο από εκπροσώπους πολιτικής ή επικοινωνιακής ακρότητας, όπως η Χρυσή Αυγή, αλλά από μια ευρεία γκάμα εκφραστών που δεν έχουν να κάνουν αναγκαστικά με εξτρεμιστικές ταυτότητες.

Ο σημειωτικός μικρόκοσμος του μίσους εξαπλώθηκε στην Ελλάδα με απίστευτη ταχύτητα και σφοδρότητα, τουλάχιστον μέχρι και το δημοψήφισμα του 2015. Ακόμη και αν από το σημείο αυτό και ύστερα οι διχαστικές ρητορικές χάσανε το βασικό υπόβαθρό τους (τη διάκριση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο), τα ίχνη που αφήσανε στην ελληνική κοινωνία δεν έχουν σβήσει. Οι κρεμάλες στο Σύνταγμα, τα ελικόπτερα που θα έπαιρναν τους προδότες, τα «ψόφα» στους διαδικτυακούς σχολιασμούς, η (χιουμοριστική υποτίθεται) μίμηση των ναζιστικών συμβόλων, η δικαιωτική επίκληση της αυτοδικίας, ο στιγματισμός των «βοθροκάναλων» και άλλα πολλά, δημιούργησαν το περιβάλλον ενός εικονικού εμφυλίου που πολύ δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί. Με εξαίρεση τα χτυπήματα της εγχώριας τρομοκρατίας, τη δράση της Χρυσής Αυγής και ιδίως τη δολοφονία του Π. Φύσσα και τον πρόσφατο προπηλακισμό του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γ. Μπουτάρη από «μακεδονομάχους», η ελληνική κοινή γνώμη δεν συνειδητοποίησε επαρκώς τις έμπρακτες συνέπειες που είχε η ρητορική του μίσους. Ακόμη κι εκείνες τις περιπτώσεις που απασχόλησαν πιο πολύ την επικαιρότητα είτε τις απώθησε γρήγορα (βλ. τρομοκρατικό χτύπημα στη Marfin) είτε τις ενέταξε σε έναν επίσης βίαιο αγώνα κατά του φασισμού (βλ. δολοφονία Π. Φύσσα).

Γι’ αυτόν τον λόγο η κατάδειξη και η ανάλυση των μορφών της ρητορικής του μίσους προέχει οποιασδήποτε πολιτικής αντιμετώπισής της. Αν δεν κατανοηθεί η ποικιλία και πυκνότητα των εκδηλώσεών της δεν θα γίνουν ποτέ αντιληπτές οι παρενέργειές της στο αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας και στην απονομιμοποίηση της δημοκρατίας που αργά αλλά σταθερά επιτυγχάνει.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ