Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άνοιξε μια νέα περίοδος συγκρούσεων και παγκόσμιων ζητημάτων ασφάλειας. Επίσης, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών ενίσχυσε τη δυνατότητα των ΜΜΕ να προσφέρουν αδιάκοπη ροή ειδήσεων και τη δυνατότητα να καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο η επίδραση που έχουν τα ΜΜΕ στις διεθνείς σχέσεις, καθώς επισκιάζει τις πραγματικές συνέπειες της λογικής που διέπει τη δημοσιογραφική κάλυψη των συγκρούσεων.

Καλώς ή κακώς, οι δημοσιογράφοι είναι οι πρώτοι που καλούνται να ερμηνεύσουν μια κρίση και να τη μεταφέρουν στο κοινό, διαμορφώνοντας σε σημαντικό βαθμό τις αντιλήψεις μας. Δυστυχώς, όμως, η δημοσιογραφία – ώς τώρα τουλάχιστον – συνδέεται με την ανάγκη για δραματικά/απλοϊκά μηνύματα και ταχύτητα (την είδηση της ημέρας).

Η δημοσιογραφική κάλυψη σπάνια περιλαμβάνει κρίσεις και ζητήματα ασφάλειας που πρόκειται να «ξεσπάσουν», καθώς είναι οι εικόνες της «μάχης» που καθηλώνουν το κοινό και όχι η ασαφής πιθανότητα έναρξης μιας σύγκρουσης ή κρίσης σε απροσδιόριστο χρόνο. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί στις εξής τέσσερις συνέπειες:

n Δημιουργεί έναν απολιτικό ενδιαφέρον όπου κάθε ζήτημα σύγκρουσης/ασφάλειας είναι το ίδιο.

n Επιτρέπει στα κράτη που κυριαρχούν στο παγκόσμιο σύστημα να χρησιμοποιούν τη συναισθηματική φόρτιση ώστε να δικαιολογήσουν τις στρατηγικές τους προτεραιότητες. Αυτό γίνεται όλο και πιο σημαντικό εάν ληφθούν υπόψη η στενή σχέση μεταξύ ανθρωπιστικής και πολιτικοστρατιωτικής ανταπόκρισης στις συγκρούσεις και το γεγονός ότι οι πηγές της επίσημης ανθρωπιστικής βοήθειας συγκεντρώνονται στις ισχυρές χώρες του κόσμου.

n Διευκολύνει την «απάθεια του παρισταμένου», δηλαδή του φαινομένου όπου είναι πιο εύκολο να αγνοηθεί ένα ακόμη ζήτημα από το να γίνει κάτι γι’ αυτό. Ο «παριστάμενος» πρέπει να παρατηρήσει ότι κάτι συμβαίνει και πρέπει να το ερμηνεύσει. Το κοινό δυσκολεύεται να μετακινηθεί από τον ρόλο του απληροφόρητου και μη εμπλεκόμενου πολίτη σε αυτόν του «αφυπνισμένου παρισταμένου».

Και όλα αυτά σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από διαδοχικές και αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Σήμερα λίγοι είναι οι πολίτες που θεωρούν ότι είναι ασφαλείς μέσα στα γεωγραφικά και κυρίαρχα όρια των κρατών τους. Είμαστε αντιμέτωποι με την ανάπτυξη και διάδοση ανασφαλών χώρων όπου οι άνθρωποι, και ειδικότερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, όλο και περισσότερο είναι όχι μόνο αντιμέτωποι με τον θάνατο, την απαγωγή, τον βασανισμό, τον βιασμό, τον εκτοπισμό από τις εστίες τους, τη μη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, αλλά και ευάλωτοι σε φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές.

Το μήνυμα είναι σαφέστατο: θα πρέπει η κάλυψη των ζητημάτων ασφάλειας να αλλάξει σκέψη. Τα ΜΜΕ να στραφούν στην καταγραφή και αξιολόγηση της αλληλοσυνδεόμενης φύσης της παγκόσμιας πολιτικής. Αυτό δεν θα σημαίνει απαραίτητα «καλά νέα». Η δημοσιογραφία, όμως, φέρει τεράστια ευθύνη και πρέπει να διευρύνει τους ορίζοντες των πολιτών και να ενισχύσει τον κριτικό διάλογο σχετικά με τα ζητήματα ασφάλειας, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά και να αυξηθούν οι προοπτικές συλλογικής/ειρηνικής επίλυσης. Υπάρχουν περιθώρια επιλογής των δημοσιογράφων και αυτό ακριβώς θα πρέπει να είναι η δημοσιογραφία – μια επιλογή. Προσωπικά δεν μπορώ να πω αν είναι σωστή ή λανθασμένη. Είναι μια επιλογή. Αρκεί να είναι συνειδητή.

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ΜΜΕ, κάτοχος της έδρας Jean Monnet, διευθυντής στο Εργαστήρι Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ ΑΠΘ