Εχει σήμερα ο πρώτος κύκλος σπουδών που προσφέρουν τα πανεπιστήμιά μας (το πτυχίο) μια γραμμική σχέση με την επαγγελματική ένταξη του κατόχου του; Ή αποτελεί απλά την «είσοδο» σε έναν κόσμο γνώσης, που εξελίσσεται όμως ποικιλόμορφα και αποκτάει την πραγματική μορφή του στους επόμενους κύκλους της μόρφωσής μας (μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές); Σε ένα εναρκτήριο μάθημα στη Σχολή Κρατικής Διοίκησης του Harvard, άκουσα πρόσφατα τον διδάσκοντα να δηλώνει: «Δεν σας εκπαιδεύουμε για να βρείτε δουλειά. Σας εκπαιδεύουμε για να δημιουργήσετε μια καινούργια δουλειά σε αυτόν τον κόσμο».

Τον Φεβρουάριο του 2014 συμμετείχα στην τετραμελή επιτροπή εξωτερικών κριτών που συντάχτηκε από την ΑΔΙΠ (Αρχή για την αξιολόγηση στην ανώτατη εκπαίδευση) για την αξιολόγηση των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών (ΜΠΣ) της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εμπειρία από την αξιολόγηση και οι τελικές προτάσεις προς το πανεπιστήμιο και το υπουργείο Παιδείας έδειξαν (σ’ εμάς που είμαστε εκεί, αλλά πιστεύω και μετά στην ελληνική κοινωνία) τον πολυδύναμο ρόλο των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων σήμερα.

Θα πρέπει να σκιαγραφήσω το ακαδημαϊκό φόντο μέσα στο οποίο γράφτηκαν τότε οι αξιολογήσεις, αλλά προσδιορίζει ώς σήμερα τα ανώτατα ιδρύματα στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου: το πανεπιστήμιο προσπαθεί να αποκτήσει τη νέα ταυτότητά του και να επιβιώσει σε μια αγορά εργασίας που μεταβάλλεται με ταχύτητα. Το μεταπολεμικό πανεπιστήμιο υπήρξε ο δίαυλος για τη στήριξη της κρατικής μηχανής, το «εισιτήριο» για την ένταξη κυρίως στον δημόσιο εργασιακό τομέα της χώρας. Το μεταπολιτευτικό πανεπιστήμιο προσπάθησε να διασφαλίσει έναν ρόλο ακαδημαϊκής αναζήτησης (χωρίζοντας την τεχνική από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση). Σήμερα όμως η παγκοσμιοποίηση της μεταφοράς κεφαλαίων και προϊόντων (αλλά όχι εργατικής δύναμης) και οι τεχνολογικές αλλαγές των ημερών μας δεν επιτρέπουν τελικά στο πανεπιστήμιο να εξασφαλίσει από μόνο του δουλειά στους αποφοίτους, υποβαθμίζουν την άμεση ανταλλακτική αξία του πτυχίου και κονιορτοποιούν τις εναλλακτικές εξωπανεπιστημιακές μορφές εκπαίδευσης.

Η μαζικοποίηση των προπτυχιακών σχολών και η συγχώνευση τεχνικής και «ακαδημαϊκής» εκπαίδευσης μοιάζουν λογικές λύσεις στην προσπάθεια να ικανοποιηθεί η κοινωνική ανάγκη για να αποκτηθεί από πολλούς ένα μέχρι χτες «επιλεκτικό» πτυχίο. Η εξειδίκευση όμως «μετακυλίεται» έτσι στους κύκλους σπουδών που ακολουθούν (μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές).

Διατείνομαι εδώ ότι όλες αυτές οι αλλαγές τελικά δεν υποβαθμίζουν, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, αλλά τελικά απελευθερώνουν το προπτυχιακό πανεπιστήμιο: του (ξανα)δίνουν τη δυνατότητα να παίξει έναν ρόλο διαφορετικό από πριν. Οχι να αποκτήσει έναν στενό χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αλλά να ξαναβρεί τον ρόλο του σχολείου σκέψης όπου οι σπουδαστές θα μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν και να είναι δημιουργικοί. Μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι διατμηματικές σπουδές, η μεταφορά της εκπαίδευσης από τη θεωρητική προσέγγιση (ναι, ακόμα κρατάει μέχρι σήμερα) στην επίλυση προβλημάτων, η εκπαίδευση στην ομαδική δουλειά, η αναζήτηση και στήριξη της καινοτομίας. Είναι ο ρόλος των κολεγίων στις ΗΠΑ.

Σε αντίθεση με τη λογική που θέλει τη διαμόρφωση «προϊόντων» στις προπτυχιακές σπουδές, διατείνομαι ότι ένας διατμηματικός πρώτος κύκλος σπουδών μπορεί να μας προετοιμάσει καλύτερα για τις άγνωστες δυνατότητες που θα παρουσιαστούν τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό οδηγεί στην αυτονόητη σκέψη ότι το πτυχίο δεν έχει πάντα γραμμική σχέση με την επαγγελματική ένταξη του κατόχου του.

Με αυτές τις σκέψεις είδα τα μεταπτυχιακά της Ιατρικής Αθηνών. Αναρίθμητα σε όγκο και επιλογές, βασισμένα στο προσωπικό ενδιαφέρον του διδάσκοντος και στην εκπαίδευσή του, με θέματα γενικά ή εξειδικευμένα, περίπου (αλλά όχι όλα) διδασκόμενα μονοτμηματικά και ενίοτε κληρονομικά. Προτείνω ότι ο στόχος κάθε μεταπτυχιακού προγράμματος πρέπει να προσδιορίζεται ακριβώς, να εκτιμάται το αποτέλεσμα και να αναπροσαρμόζεται το πρόγραμμα με την αλλαγή των δεδομένων του αντικειμένου.

Με βάση αυτά προτείναμε την αναδιοργάνωσή τους σε τρεις συγκεκριμένες κατευθύνσεις που ανοίγουν τον δρόμο για δημιουργία Μεταπτυχιακής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών για εθνικό και διεθνές κοινό. Και συγκεκριμένα:

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Προδιδακτορικών Σπουδών (αντίστοιχο του MPhil των αγγλοσαξονικών προγραμμάτων). Τριετής φοίτηση, με τους αποφοίτους να συνεχίζουν σπουδές για απόκτηση διδακτορικού. Στόχος του η παροχή μιας στερεής, πρακτικής και θεωρητικής υποδομής για μετάβαση στο διδακτορικό, μέσα από την εμπέδωση και επέκταση αναλυτικών ικανοτήτων του προπτυχιακού κύκλου. Το πρόγραμμα αυτό να συνδέεται με τα ερευνητικά κέντρα, αποδεχόμενο και λειτουργώντας μέσα σε αυτό που είναι αδιάσειστη πραγματικότητα σήμερα, τον ενιαίο χώρο της έρευνας. Στον ιατροβιολογικό τομέα η πρώιμη συμμετοχή στην εργαστηριακή δουλειά και η ανταλλαγή συνεργατών με βιοτεχνολογίες (πάντα σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο πλαίσιο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το πλαίσιο αυτό λείπει σήμερα, ενδεχομένως όχι τυχαία, και πρέπει να εγκατασταθεί, κυρίως για να προστατευθεί το πανεπιστήμιο. Εννοείται ότι η πρόταση αυτή προβλέπει την πλήρη κατάργηση του διδακτορικού όπως εκτελείται σήμερα. Κι αυτό γιατί σήμερα ο τίτλος αυτός σπουδών αποκτάται κυρίως με την παροχή υπηρεσιών συλλογής και ανάλυσης κλινικοεργαστηριακών δεδομένων παράλληλα με ειδικότητα, χωρίς ολοκληρωμένη εκπαίδευση, με τις αναπόφευκτες συνέπειες στην ποιότητα του τελικού προϊόντος.

–  Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών. Πρόκειται για το αντίστοιχο του απλού MS των αγγλοσαξονικών σπουδών. Το πρόγραμμα αυτό δεν ακολουθείται από διδακτορικό τίτλο. Αναγκαστικά συμπιέζεται ανάμεσα στην προηγούμενη και την επόμενη πρόταση Μεταπτυχιακών Σπουδών. Καλύπτει όμως στοχευμένες ανάγκες εξειδίκευσης που πρέπει να προσδιοριστούν με κριτήρια κοινωνικών αναγκών και ευέλικτης ανταπόκρισης στην αγορά εργασίας (για παράδειγμα, προσωπικό εξειδικευμένων εργαστηριακών μονάδων). Προτείνω οι ανάγκες σε τέτοια μεταπτυχιακά προγράμματα να προσδιορίζονται σε συνεργασία με υπουργεία και φορείς που ενέχονται στον κοινωνικό σχεδιασμό.

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Κλινικών Σπουδών. Πρόκειται για το αντίστοιχο Master of Clinical Sciences (MCS). Τα προγράμματα αυτά δεν συνιστούν κλινική υποειδικότητα (για παράδειγμα, επεμβατική ακτινολογία, χειρουργική ογκολογία κ.λπ.). Οι υποειδικότητες αυτές ανήκουν στον σχεδιασμό του ΕΣΥ και πρέπει να περιλαμβάνονται και να περιγράφονται σε ένα ολοκληρωμένο και αναβαθμισμένο πλαίσιο ειδικοτήτων (προσπάθεια που ήδη ξεκίνησε το υπουργείο Υγείας). Αυτά τα προγράμματα δίνουν τη δυνατότητα διατμηματικής εκπαίδευσης, συμμετοχής και αναβάθμισης του ρόλου μη αναγκαστικά ιατρικού προσωπικού (νοσηλευτές, ψυχολόγοι, πληροφορικοί) στην παροχή υγείας μέσα ή έξω από το νοσοκομείο. Ανταποκρίνεται σε αυξημένες ανάγκες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης που έχει ρόλο απόλυτα ρυθμιστικό για την υγεία σήμερα. Και πάλι εδώ ο στόχος πρέπει να είναι σαφής, κοινωνικά αναγκαίος, το αποτέλεσμα μετρήσιμο και το πρόγραμμα να αναπροσαρμόζεται με βάση όλα τα προαναφερόμενα.

Η ανάπτυξη έχει κοινωνικό πρόσημο, έχει πολλά πρόσωπα και η κατεύθυνσή της αποτελεί κοινωνική επιλογή. Διατείνομαι ότι αν πιστεύουμε πως η τυχαιότητα της βασικής έρευνας είναι συστατικό στοιχείο της ανακάλυψης, πρέπει να αφήσουμε το προπτυχιακό πανεπιστήμιο ήσυχο να αναζητήσει τον προσδιορισμό του και να δώσει στους σπουδαστές του χώρο να σκεφτούν και να δημιουργήσουν. Η ανάγκη για εμπλοκή με τις πιο κοινότοπες και βραχυπρόθεσμες έννοιες της ανάπτυξης θα πρέπει να βαραίνει όλο και πιο πολύ τα μεταπτυχιακά προγράμματα των πανεπιστημίων μας. Εχουμε μια ευκαιρία, τώρα, όχι αργότερα, να επαναπροσδιορίσουμε την κατεύθυνσή τους.

Ο Οθων Ηλιόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας – Ογκολογίας στο Harvard Medical School – Massachusetts General Hospital και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ)