Ο δημιουργός της «Συννεφιασμένης Κυριακής» στις 2 Ιουνίου 1973 συνομιλεί με τον Γιώργο Πηλιχό με αφορμή την έκδοση του νέου τότε δίσκου του «Ακρογιαλιές – Δειλινά» που περιείχε δώδεκα από τα παλιά τραγούδια του, γραμμένα μεταξύ 1938 και 1955. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δηλώνει σε αυτήν τη συνέντευξη πως έζησε μέσα στα τραγούδια του ό,τι ήθελε – αλλά δεν μπόρεσε – πραγματικά να ζήσει…

Στον πολύ κόσμο επικρατεί η αντίληψη (το υπογραμμίζει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Ρεμπέτικα Τραγούδια») ότι τα ναρκωτικά, η φυλακή, τα μαχαιρώματα, τα στέκια του υποκόσμου είναι το κλίμα όπου γεννιέται κι αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι αληθινή μια τέτοια άποψη;

Τσιτσάνης: Ναι… υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτήν την άποψη. Στα πρώτα βήματα του ρεμπέτικου γράφτηκαν πολλά τραγούδια γύρω από φυλακές, ναρκωτικά κ.λπ., γι’ αυτό και το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η κλαυθμηρίζουσα μουσική τους. Προσωπικά, δεν ένιωσα την ανάγκη να γράψω τραγούδια με τέτοιο περιεχόμενο με δυο-τρεις μόνον εξαιρέσεις, όπως τα τραγούδια «Οταν συμβεί στα πέριξ», «Η δροσούλα», «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι». Αλλά και σε αυτά τα τραγούδια προσπάθησα η μουσική να μην είναι κλαψιάρικη και απαισιόδοξη, αλλά καθαρά ελληνική, λαϊκή και λεβέντικη… Ναι, έπαιξα κι εγώ σε τεκέ, αλλά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στον χαρακτήρα μου, στον ψυχικό μου κόσμο. Η μεγάλη ανέχεια που με έδερνε εκείνη την εποχή, με είχε αναγκάσει να παίξω σε τεκέ κι όχι γιατί το επιζήτησα. Από την πρώτη στιγμή που μπήκα μέσα εκεί, κατάλαβα πως η ατμόσφαιρα του τεκέ δεν μου πήγαινε. Γι’ αυτό και τελικά είναι ζήτημα αν έκατσα δεκαπέντε-είκοσι μέρες…

Πώς εμπνευστήκατε όλα αυτά τα γεμάτα πάθος και λεβεντιά τραγούδια σας;

Τσιτσάνης: Δεν ήμουνα για να ζήσω στον τεκέ, να φουμάρω χασίσια και λουλάδες ή δεν μπορούσα να πάω στην Αραπιά ή δεν μπορούσα να είμαι νταής, να χτυπιέμαι, να χορεύω ζεϊμπέκικο, τα έκανα όλα μέσα στα τραγούδια μου. Δεν ξέρω ούτε ζεϊμπέκικο, ούτε χασάπικο. Αλλά εγώ έκανα ζεϊμπέκικα τέτοια που τα χόρευε η ψυχή μου. Κι όταν παίζω ζεϊμπέκικο, αναστενάζουν τα σύμπαντα, που να μη χορεύεις, θα χορέψεις! Θυμάμαι, τότε στο ’48, στον Εμφύλιο, βρισκόμουνα στη Θεσσαλονίκη, ήταν κι ο Χρηστάκης μαζί μου, με καλέσανε να πάω σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, να παίξω για τους τραυματίες. Είχα γράψει τότε τον «Τραυματία»: Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι /κι ακουμπισμένος σε ένα δεντρί / ο τραυματίας αναστενάζει / και τη μανούλα του ζητάει να δει…

Μόλις μπήκα στον θάλαμο κι άρχισα να παίζω με το μπουζούκι και να λέω το τραγούδι, πάαπ, σηκωθήκανε πάνω όλοι, κι εκείνοι με τα κομμένα πόδια το ‘ριξαν στο τραγούδι, ήθελαν ακόμα και να χορέψουν, μια φασαρία, ένα κακό. Μπήκε ένας γιατρός αναστατωμένος: «Μη, κύριε Τσιτσάνη», μου είπε παρακαλετά, «μη συνεχίσετε, τα τραύματά τους αιμορραγούν κι όπως κάνουν προσπάθεια να σηκωθούν, θα πεθάνουνε»! Ε, αυτό δεν ήταν κάτι το εκπληκτικό; Ανθρωποι μισοπεθαμένοι, να ακούνε ένα τραγούδι και να ανασταίνονται, να γίνονται γίγαντες! Στα περισσότερα τραγούδια μου υπάρχουνε αυτά τα στοιχεία που ξυπνάνε τον ηρωισμό, τη λεβεντιά, που πιστεύω ότι υπάρχουνε ακόμα και μέσα στους πιο αδύνατους, στους πιο συνεσταλμένους ανθρώπους…

Σας έχει απασχολήσει το θέμα της καταγωγής του ρεμπέτικου, για το ποιες είναι οι ρίζες του;

Τσιτσάνης: Αυτό είναι θέμα που το ψάχνουν άλλοι. Εγώ κάνω μουσική που ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Από μικρό παιδί ξέρω ότι ήμουν γεμάτος μουσική κι ότι αισθανόμουν την ανάγκη να συνθέτω, να παίζω, να τραγουδώ. Ακόμα και στον ύπνο μου, στα όνειρά μου «βλέπω» μουσική.