Ανάκαμψη της ανάπτυξης, σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα, εφαρμογή του σχεδίου αποταμίευσης με περαιτέρω πτώση των συντάξεων, επιστροφή στις αγορές… Και εάν η ανόρθωση της Ελλάδας βρίσκεται στον δρόμο της επιτυχίας, και αν η γερμανική αδιαλλαξία και η υπακοή του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις επιθυμίες των πιστωτών έχει καταστήσει δυνατή την απεμπλοκή από το χρέος μέχρι το 2033…

Τι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί για το παρελθόν, τα ελληνικά λάθη της δεκαετίας του 2000 και την τιμωρητική βούληση των ευρωπαϊκών Αρχών. Η Ελλάδα δεν θα βγει από τον ολέθριο κύκλο της δημοσιονομικής λιτότητας και της αφερεγγυότητας παρά μόνο αν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις.

Η πρώτη είναι η επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, βασισμένη στην ισχυρή εξειδίκευση και τις συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων είναι σημαντική για τρεις λόγους. Αυτή είναι η προϋπόθεση του παραγωγικού αναπροσανατολισμού, της μείωσης της ανεργίας και της είσπραξης φορολογικών εσόδων. Είναι όμως και η βασική προϋπόθεση για την επιστροφή στη μεσοπρόθεσμη οικονομική ισορροπία. Γνωρίζουμε ότι μια ονομαστική αύξηση υψηλότερη από το επιτόκιο του χρέους προκαλεί τη μείωσή του (178% του ΑΕΠ σήμερα) και διασφαλίζει τη φερεγγυότητα.

Εάν, όπως και στο παρελθόν, δεν υπήρχε ανάπτυξη, τότε δεν θα αναμενόταν πρωτογενές πλεόνασμα και η δυσπιστία των επενδυτών θα εμπόδιζε τη χρηματοδότηση από τις αγορές. Υπενθυμίζουμε ότι από το 2033 το 20% του ΑΕΠ θα πρέπει να θυσιαστεί στον βωμό της εξυπηρέτησης του χρέους.

Τρίτη προϋπόθεση. Η δραστική και σταθερή μείωση των επισφαλών απαιτήσεων των τραπεζών σήμερα σε ποσοστό 45%, τα οποία δεν είναι βιώσιμα, σε μια προοπτική βιώσιμης ανάκαμψης της πίστωσης και κατά συνέπεια της δραστηριότητας.

Εξάλλου το βλέπουμε, χωρίς την εμπιστοσύνη που διατηρείται με τα θεσμικά όργανα και είναι βασισμένη στην τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, χωρίς την επιστροφή στην ανάπτυξη και χωρίς αυστηρή διαχείριση του τραπεζικού συστήματος, θα χαθεί η πρόσβαση στην αγορά και το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους θα τεθεί επί τάπητος υπό τις χειρότερες συνθήκες. Σε αυτό το στάδιο ήδη, οι προβλέψεις για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2,2% έως το 2060 και της τάξεως του 3,5% μέχρι το 2022 δεν είναι ρεαλιστικές, όπως υπενθυμίζει το ΔΝΤ, άραγε λοιπόν τι θα συμβεί εάν οι προβλέψεις ανάπτυξης δεν ευοδωθούν και, ακόμη χειρότερα, εάν δημιουργηθούν νέα ελλείμματα από τη βούληση των δημόσιων Αρχών που αναδείχθηκαν εξαιτίας της κόπωσης από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας;

Η χαμένη δεκαετία της περιόδου κρίσης αποκάλυψε τις σοβαρές ελλείψεις του ελληνικού μοντέλου: χαμηλή εξαγωγική ικανότητα, κέρδη μισθών υψηλότερα από τα κέρδη της παραγωγικότητας, εθισμός στις δημόσιες λειτουργικές δαπάνες εις βάρος των επενδύσεων, γραφειοκρατική γάγγραινα και παράλυση της δικαιοσύνης. Η Ελλάδα έχει πληρώσει ακριβά τα λάθη της, με τη μορφή της ανεργίας, της εγκατάλειψης της χώρας από άξιους νέους και της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών της. Ωστόσο, η Ευρώπη αποκάλυψε επίσης σοβαρές αδυναμίες: έλλειψη μηχανισμών πρόληψης των κρίσεων, ανεπαρκείς πολιτικές βοήθειας για την έξοδο από την κρίση, έλλειψη δυνατότητας δανεισμού ως μέτρο έσχατης ανάγκης, ατιμωρησία για αδίστακτους δανειστές, βάρος προσαρμογής απευθυνόμενο μόνο σε οφειλέτες. Για να επιβιώσει, η ευρωζώνη έχει ανάγκη να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις τόσο όσο η Ελλάδα έχει ανάγκη αντίστοιχα να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της προκειμένου να αποκαταστήσει την αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη.

Ο Ελί Κοέν είναι γάλλος οικονομολόγος