Η τουρκική οικονομία δεν είναι ευκαταφρόνητη. Με 850 δισ. δολάρια ΑΕΠ κατατάσσεται 17η παγκοσμίως. Επίσης, το κρατικό χρέος είναι κάτω από 40% και η ανεργία 9%. Παρ’ όλα αυτά, έχει σημαντικές αδυναμίες οι οποίες την έφεραν στη σημερινή πολύ δύσκολη κατάσταση. Καταρχήν έχει ανορθόδοξη δομή, κάτι που αποτυπώνεται στο διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιό της. Κυρίως όμως έχει μεγάλο χρέος σε συνάλλαγμα, το οποίο πλησιάζει το μισό τρισ. δολάρια για το σύνολο του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Ακόμη χειρότερα, μεγάλο μέρος του χρέους αυτού είναι βραχυπρόθεσμο. Ετσι, εκτός από τις σημαντικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν στην οικονομία, υπάρχει ανάγκη να βρεθούν (άμεσα) μεγάλα ποσά σε δολάρια και ευρώ. Πώς όμως; Οι ευρωπαϊκές τράπεζες (και σε μικρότερο βαθμό οι αμερικανικές) έχουν ήδη δανείσει αρκετά σε τουρκικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Κοντά σε αυτά, οι σχέσεις της Τουρκίας με ΗΠΑ και ΕΕ έχουν διαταραχθεί. Ρωσία και Ιράν δεν έχουν τις δυνάμεις και τη διάθεση να μπουν σε μια τόσο μεγάλη περιπέτεια, ενώ η Κίνα μπορεί αλλά δεν θέλει.

Αυτή η εικόνα φοβίζει τους επενδυτές, που σπεύδουν να περιορίσουν την εμπλοκή τους στην τουρκική οικονομία, περιορίζοντας τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν στη χώρα αυτή και στέλνοντας τη λίρα όλο και πιο χαμηλά (απώλεια 40% μόνο το 2018). Οσο όμως η  λίρα εξασθενεί, τόσο το εξωτερικό χρέος γίνεται βαρύτερο και η εξυπηρέτησή του δυσκολότερη, φέρνοντας κοντά τον εφιάλτη των κόκκινων δανείων, που εμείς ξέρουμε καλά τι σημαίνει.

Προφανώς, μια ενδεχόμενη οικονομική κρίση στην Τουρκία θα προκαλέσει σημαντική ζημία σε πολλούς. Πρώτα πρώτα στις τράπεζες της ΕΕ (κυρίως τις ισπανικές). Επίσης στις υπόλοιπες αναδυόμενες χώρες, οι οποίες θα ζήσουν και αυτές μια ισχυρή αφαίμαξη συναλλάγματος. Ακόμη, στους εμπορικούς της εταίρους. Μέσα σε μια τέτοια αναστάτωση, θα βγουν ζημιωμένες και οι ανεπτυγμένες οικονομίες. Γι’ αυτό δεν θα αφεθεί στην τύχη της. Αλλωστε, η Δύση έχει συμφέρον να βοηθήσει την Τουρκία γιατί την χρειάζεται για να διατηρήσει τον έλεγχο στη Μέση Ανατολή. Θα την στηρίξει λοιπόν όσο χρειάζεται, για να την ξαναφέρει κοντά της.

Ολη αυτή η κατάσταση επηρεάζει και εμάς, άμεσα και έμμεσα. Πρώτα απ’ όλα, η μεγάλη υποτίμηση της λίρας κάνει την Τουρκία πολύ φθηνότερο τουριστικό προορισμό. Επίσης, θα γίνει ανταγωνιστικότερη και σε μια σειρά άλλων προϊόντων, ενώ θα περιορισθούν οι εξαγωγές μας σε αυτή. Τέλος, όσο θα εξελίσσεται η τουρκική χρηματοοικονομική κρίση, θα αυξάνονται τα επιτόκια, κάνοντας πιο ακριβό το κόστος χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας (ήδη το ελληνικό δεκαετές ομόλογο κινείται πάνω από 4%). Το κόστος αυτό θα αυξηθεί ακόμη πιο πολύ αν το τουρκικό πρόβλημα συμπέσει με την αναμενόμενη σύγκρουση Ιταλίας – ΕΕ.

Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής