Το είχε ανακοινώσει, κατά κάποιον τρόπο, πριν από δύο χρόνια, στα 80 του. Τότε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έδινε συνέντευξη στον εγγονό του Ντίλαν για λογαριασμό του Κέντρου Τεχνών Γουόκερ. Μιλώντας για ένα αγαπημένο χόμπι του, τη ζωγραφική, ο Ρέντφορντ είχε πει ότι θα ήθελε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στις παλέτες και στους καμβάδες του.

«Εχω αρχίσει να κουράζομαι από την υποκριτική. Είμαι ένας ανυπόμονος άνθρωπος και είναι σκληρό για μένα να περιμένω να κάνω τη μία σκηνή μετά την άλλη. Σε αυτό το σημείο της ζωής μου, στα 80, η ζωγραφική θα μου έδινε μεγαλύτερη ικανοποίηση γιατί δεν θα εξαρτώμαι από κανέναν. Είμαι μόνο εγώ, όπως ήταν παλιά, και στο μυαλό μου τώρα έχω την επιστροφή στη ζωγραφική. Σκέφτομαι να κινηθώ προς τα εκεί και να μην παίξω άλλο» είχε δηλώσει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης.

«Εχω να παίξω σε δύο ακόμη ταινίες. Το “Our souls at night” με την Τζέιν Φόντα, μια ιστορία αγάπης για δύο ηλικιωμένους που έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, και το “The old man and the gun”, μια πιο ελαφριά ταινία με τον Κέισι Αφλεκ και τη Σίσι Σπέισεκ. Μόλις τελειώσουν, θα πω “εντάξει λοιπόν, αντίο σε όλα αυτά” και θα επικεντρωθώ στη σκηνοθεσία».

Τώρα ο Ρέντφορντ, λίγο πριν κλείσει τα 82 του (στις 18 Αυγούστου), δίνοντας συνέντευξη στο περιοδικό «Entertainment Weekly» με αφορμή την προώθηση του «The old man and the gun» (η ταινία με τη Φόντα έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Netflix), επιβεβαίωσε ότι όσα είχε πει τότε εξακολουθούν να ισχύουν: «Ποτέ μη λες ποτέ, αλλά έχω καταλήξει πως αυτό θα είναι το τέλος όσον αφορά την υποκριτική και έπειτα από αυτό βγαίνω στη σύνταξη γιατί το κάνω από τότε που ήμουν 21 ετών. Σκέφτηκα “ε, λοιπόν, αρκετά”. Και γιατί να μην αποχωρήσω με κάτι που είναι ανεβαστικό και θετικό;».

Με τα λόγια αυτά περιγράφει την ταινία του Ντέιβιντ Λόουερι, που βασίζεται σε ένα αφήγημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «New Yorker» το 2003 και είναι εν μέρει αληθινή ιστορία. Υποδύεται τον ληστή τραπεζών Φόρεστ Τάκερ, που στα 70 του απέδρασε από τις φυλακές του Σαν Κουέντιν και ξεκίνησε ένα σερί ληστειών που αναστάτωσε τις Αρχές και γοήτευσε την κοινή γνώμη. Η Σίσι Σπέισεκ είναι η γυναίκα που τον αγαπά και ο Κέισι Αφλεκ ο ντετέκτιβ της αστυνομίας που τον καταδιώκει. Στην ταινία παίζουν επίσης οι Τομ Γουέιτς και Ντάνι Γκλόβερ.

Οσο για τη σκηνοθεσία; Θα συνεχίσει να εργάζεται πίσω από τις κάμερες; «Αυτό θα το δούμε» είπε ο Ρέντφορντ, που ξεκίνησε την πλούσια καριέρα του ως ηθοποιός το 1959 στο θέατρο με το «Tall story». Την επόμενη χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στην τηλεόραση, ενώ ο πρώτος μεγάλος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν το 1962 στο «Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς», όπου έπαιζε στο πλευρό του Σίντνεϊ Πόλακ. Ο τελευταίος αργότερα θα τον σκηνοθετούσε σε επτά ταινίες, ανάμεσά τους «Τα καλύτερά μας χρόνια», «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» και το οσκαρικό «Πέρα από την Αφρική». Οι διάσημοι ρόλοι του ήταν πολλοί, από τους «Δύο ληστές» στον «Υπέροχο Γκάτσμπι» και από «Το κεντρί» στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου».

Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έγινε το 1980 με το δράμα «Συνηθισμένοι άνθρωποι», που κέρδισε Οσκαρ καλύτερης ταινίας. Ακολούθησαν οκτώ ακόμη ταινίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν «Ο γητευτής των αλόγων», «Το ποτάμι κυλάει ανάμεσά μας», το «Quiz show» και το «Λέοντες αντί αμνών».