Το ερώτημα ακούγεται εύλογο από τις κερκίδες, ειδικά στην εποχή της Wikipedia: ακόμη μία «Ιστορία της αρχαίας Ρώμης»; Με τη γνωστή παρέλαση των αυτοκρατόρων, που αποθεώνονται, βυσσοδομούν, δολοφονούν και δολοφονούνται, αρκετές φορές κάτω από το πέπλο της άκρας μυστικότητας; Η απάντηση από την καθηγήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και εταίρο της Βρετανικής Ακαδημίας Μαίρη Μπίαρντ: «Προσφέρουμε κακές υπηρεσίες στους Ρωμαίους αν τους ηρωοποιήσουμε, όσο και αν τους δαιμονοποιήσουμε. Αλλά προσφέρουμε κακές υπηρεσίες και σ’ εμάς τους ίδιους αν δεν τους πάρουμε στα σοβαρά –και αν κλείσουμε τη μακρά συνομιλία μας μαζί τους» γράφει στο «SPQR» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (υπεύθυνος σειράς «Ο αρχαίος κόσμος» Δήμος Κουβίδης, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος).

Η επιτυχία της Μπίαρντ είναι ότι ξανασυστήνει στο ευρύτερο κοινό μία αφήγηση που όλοι νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, αλλά οι περισσότεροι αγνοούμε (το α’ πληθυντικό μόνο σχήμα λόγου δεν είναι: ας μην αφήσουμε έξω από τον δαντικό κύκλο της άγνοιας τους λειτουργούς της τέταρτης εξουσίας). Αυτός εδώ είναι ο κόσμος που μας κληροδότησε ιδέες περί ελευθερίας και ιδιότητας του πολίτη, αλλά και περί αυτοκρατορικής εκμετάλλευσης. Είναι ο κόσμος όπου η εξουσία της Συγκλήτου εξισορροπείται από τη δύναμη του δήμου –εξού και ο τίτλος «SPQR», Senatus PopulisQue Romanus. «Οσο γαλαζοαίματος και αν ήσουν, μπορούσες να καταλάβεις το αξίωμα του υπάτου… μόνο αν ο ρωμαϊκός δήμος σε εξέλεγε» θυμίζει η συγγραφέας. Κατακτήσεις εδαφών, μεγάλες μάχες, ρήτορες και στρατιωτικοί βρίσκονται όλα μέσα στην αφήγηση, αλλά είναι οι «μύθοι και οι αλήθειες» που κυριαρχούν. Οσο γνωστός κι αν είναι αυτός ο κόσμος, άλλο τόσο παραμένει άγνωστος. Ο Ρουβίκωνας, γράφει η Μπίαρντ, «μάλλον με μικρό ρέμα έμοιαζε περισσότερο παρά με τον ορμητικό χείμαρρο της λαϊκής φαντασίας». Και παρά τη συνηθισμένη μας μετάφραση «ο κύβος ερρίφθη», που φαίνεται να υπονοεί ένα αμετάκλητο βήμα, τα ελληνικά που ξεστόμισε ο Ιούλιος Καίσαρας (σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γάιου Ασίνιου Πολλίωνα) ήταν μάλλον μια έκφραση αβεβαιότητας: ότι δηλαδή όλα εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στα χέρια των θεών.

ΠΟΛΙΤΕΙΑ Ή ΚΟΠΡΟΣ. Η ιστορία της Μπίαρντ δεν ξεκινά από τον Ρώμο και τον Ρωμύλο –αν και επιστρέφει γρήγορα στους μυθικούς ιδρυτές του ρωμαϊκού χωριού. Ξεκινάει το 63 π.Χ., όταν η Ρώμη είναι ήδη μητρόπολη ενός εκατομμυρίου, με τη μεγάλη σύγκρουση του Κικέρωνα με τον Λεύκιο Σέργιο Κατιλίνα εντός της Συγκλήτου. Ο μεγάλος ρήτορας που ομνύει στο όνομα του δήμου και ο επίδοξος επαναστάτης που εγκαταλείπει τελικά την πόλη μαζί με τους αγανακτισμένους υποστηρικτές του. Οι συγκρούσεις δεν θα λείψουν από σελίδα σε σελίδα μεταφέροντας την αίσθηση ενός συνεχούς εμφυλίου πολέμου πάνω στον οποίο είναι χτισμένη η Pax Romana. Οπως θα πει κάποια στιγμή ο Κικέρων για τον Κάτωνα, «μιλά σαν να βρίσκεται στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, ενώ στην πραγματικότητα είναι στην κόπρο του Ρωμύλου».

Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό στέρεης γνώσης από την πανεπιστημιακή της παιδεία, τα νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, παραπομπές στην ανεξάντλητη λογοτεχνία και βιβλιογραφία, η Μπίαρντ κρύβει τελικά κι άλλους άσους για να δελεάσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό αποκαλύπτοντας (ή υπενθυμίζοντας στους γνώστες) τον θαυμαστό κόσμο. Στιγμές στιγμές νιώθεις ότι συμμετέχεις σε ένα άτυπο trivial pursuit. Προκαλεί, όπως κι αν το δει κανείς, έκπληξη η πληροφορία ότι το Σινσινάτι των ΗΠΑ προέρχεται από τον Λεύκιο Κοΐγκτιο Κιγκιννάτο του 5ου αι. π.Χ. ή ότι ο Τζον Ουίλκς Μπουθ χρησιμοποίησε τον κωδικό «Ειδοί» για την ημέρα που σχεδίαζε να σκοτώσει τον Αβραάμ Λίνκολν. Και μια τελευταία γέφυρα που ενώνει αυτόν τον σπουδαίο πολιτισμό με τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού –από αυτές στις οποίες η Μπίαρντ επανέρχεται άλλοτε κριτικά και άλλοτε ενθουσιωδώς. Το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου περιγράφει, ως γνωστόν, την ιστορία μιας ομάδας κατεργάρηδων που περιφέρονται στη Νότια Ιταλία με όργια, φτηνούς ξενώνες με κρεβάτια τίγκα στους κοριούς και με μια αξιομνημόνευτη προσωπογραφία – παρωδία ενός πλούσιου πρώην δούλου, του Τριμαλχίωνα. Αυτός, γράφει η Μπίαρντ, «παραλίγο να δώσει το όνομά του σ’ ένα πολύ μεταγενέστερο κλασικό μυθιστόρημα: ο τίτλος εργασίας του «Μεγάλου Γκάτσμπι» του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν «Ο Τριμαλχίων στο Ουέστ Εγκ»».