Η εμφάνιση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» (Indignados) το 2011, αρχικά στην Ισπανία και στη συνέχεια στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Οι μαζικές συγκεντρώσεις στις πλατείες δεν ήταν απλώς μια αυθόρμητη έκρηξη αγανάκτησης, αλλά αντανάκλαση μιας ευρύτερης κρίσης εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και της αίσθησης ότι οι πολίτες είχαν περιθωριοποιηθεί από κρίσιμες διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Παρά τον αυτοχαρακτηρισμό ως «απολίτικοι», οι Αγανακτισμένοι καλλιέργησαν ένα έδαφος για τη συγκρότηση ενός νέου συλλογικού υποκειμένου. Το σύνθημα «Δεν μας εκπροσωπεί κανείς» δεν εξέφραζε απλώς απογοήτευση, αλλα εγκαθίδρυε ένα πλαίσιο λαϊκιστικής αντιπαράθεσης μεταξύ «λαού» («Εμείς») και μιας («Αυτοί») που θεωρούνταν αποκομμένη, κλειστή και αδιαφανής. Μέσα από αυτό το σχήμα, το κίνημα μετασχημάτισε διάχυτη οργή και ανασφάλεια σε μια νέα συλλογική πολιτική ταυτότητα που αξίωνε ορατότητα και συμμετοχή.
Το «εμείς» των Αγανακτισμένων δεν είχε σαφή ιδεολογική ταυτότητα, ωστόσο προσέφερε πρόσφορο πεδίο για αριστερές ερμηνείες της κρίσης. Η αφήγηση ότι η κοινωνία πλήρωνε τις συνέπειες αποφάσεων που λαμβάνονταν χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση ενίσχυσε μια νέα μορφή αριστερού λαϊκισμού. Αυτός δεν βασίστηκε στην παραδοσιακή ταξική αντιπαράθεση, αλλά σε έναν ηθικό και δημοκρατικό άξονα: τον «έντιμο λαό» απέναντι στη «διεφθαρμένη ολιγαρχία». Η δυνατότητα σύνδεσης διαφορετικών κοινωνικών αιτημάτων σε μια κοινή «αλυσίδα ισοδυναμιών» υπήρξε κρίσιμη· επέτρεψε τη σύγκλιση ετερογενών ομάδων γύρω από την αντίληψη ότι αποτελούσαν ταυτόχρονα θύματα της ίδιας πολιτικοοικονομικής εξουσίας.
Η σημασία του κινήματος ξεπέρασε τα όρια των συγκεντρώσεων. Η δημόσια συζήτηση μετατοπίστηκε, με την κρίση να πλαισιώνεται ως σύγκρουση ανάμεσα σε όσους υφίσταντο τις συνέπειες των πολιτικών και σε εκείνους που τις διαμόρφωναν χωρίς λογοδοσία. Το τεχνοκρατικό πλαίσιο που κυριάρχησε στα χρόνια των μνημονίων είχε ήδη διαβρώσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς· σε αυτό το περιβάλλον, οι λαϊκές συνελεύσεις και οι συμμετοχικές διαδικασίες έφεραν στο προσκήνιο την αξίωση ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να περιορίζεται στην αντιπροσώπευση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Αγανακτισμένοι αποτέλεσαν το υπόβαθρο για νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Το Podemos στην Ισπανία και η πολιτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι ενδεικτικές περιπτώσεις όπου οι κινηματικές πρακτικές και η ρητορική των πλατειών ενσωματώθηκαν σε κομματικές μορφές. Η έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία, στην ανάγκη για άμεση δημοκρατία και στην αμφισβήτηση των παραδοσιακών κομματικών δομών αποτυπώνει τον βαθύ, και σε μεγάλο βαθμό ανατρεπτικό, αντίκτυπο του κινήματος.
Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες. Η κρίση αντιπροσώπευσης που ήδη υπέβοσκε επιταχύνθηκε· ο παραδοσιακός δικομματισμός αποδυναμώθηκε και η δυσπιστία προς τους θεσμούς αυξήθηκε σημαντικά. Παράλληλα, αναδύθηκε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, πιο απαιτητικό και λιγότερο διατεθειμένο να αποδεχτεί την τεχνοκρατική λογική του «μονόδρομου». Η συζήτηση γύρω από τη δημοκρατία, την κυριαρχία και τη λογοδοσία παρέμεινε ζωντανή και μετά την υποχώρηση των κινητοποιήσεων, επιβεβαιώνοντας ότι το κίνημα άφησε ένα διαρκές αποτύπωμα.
Παρά τη δυναμική του, ο αριστερός λαϊκισμός που αναδύθηκε δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις. Η έντονη πόλωση «λαού» και «ελίτ» κινδύνευε να απλουστεύσει σύνθετες κοινωνικές διεργασίες, ενώ η άσκηση εξουσίας από δυνάμεις που στήριξαν τη νομιμοποίησή τους σε ριζοσπαστική ρητορική ανέδειξε τα όρια μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας.
Τελικά, οι Αγανακτισμένοι δεν αποτέλεσαν αυτοτελώς ένα λαϊκιστικό κίνημα· υπήρξαν όμως ένας δυναμικός καταλύτης που έφερε στην επιφάνεια μια βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης και αναδιαμόρφωσε τους όρους του πολιτικού ανταγωνισμού, μεταθέτοντας τον άξονα από το παραδοσιακό δίπολο Αριστερά – Δεξιά στη θεμελιώδη αντιπαράθεση «Λαός εναντίον Ελίτ». Η κληρονομιά τους παραμένει σημαντική: άνοιξαν δρόμους για νέες πολιτικές εκφράσεις και υπενθύμισαν ότι η δημοκρατία μπορεί να αναζωογονείται μέσω συλλογικής δράσης. Το ζητούμενο σήμερα είναι κατά πόσο αυτή η λαϊκή ταυτότητα μπορεί να παραμείνει ενεργή σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον που εξακολουθεί να θέτει κρίσιμα ζητήματα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος