Υπάρχουν ύμνοι, βάθρα, μετάλλια και κάτι σαν «Ολυμπιακό χωριό», όπου συγκεντρώνονται οι συμμετέχοντες. Υπάρχουν όμως και φτερά παντού – γιατί εδώ πρωταγωνιστούν τα γεράκια και οι χρυσαετοί. Στη γερακοτροφία (cetrería), ένα άθλημα-τέχνη που στην Ισπανία παραμένει σχετικά άγνωστο αλλά κερδίζει έδαφος, τα τουρνουά σε περιοχές του Καζακστάν και σε αραβικές χώρες θυμίζουν διοργάνωση μεγάλης κλίμακας: τελετές, θέαμα, μουσικές, φώτα, μια ατμόσφαιρα που, όπως λένε οι ίδιοι, μοιάζει «με Ολυμπιακούς Αγώνες».

Ο Λουίς Γκιχάρο Πανάδερο εκπροσώπησε την Ισπανία στο τελευταίο Διεθνές Φεστιβάλ Γερακοτροφίας «Shygys Salburyny», στην περιφέρεια Ουλάν, στα ανατολικά του Καζακστάν. Δεν ήταν η πρώτη του εμπειρία σε τέτοιες διοργανώσεις: είχε επίσης συμμετάσχει με την ισπανική ομάδα στους Παγκόσμιους Νομαδικούς Αγώνες στην Αστάνα το 2024. Η γερακοτροφία μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστή στη Δυτική Ευρώπη, όμως τα τελευταία χρόνια αναζωπυρώνεται, κυρίως λόγω της δυναμικής που αποκτά στα κράτη του Κόλπου και σε χώρες όπου η παράδοση παραμένει κομμάτι της καθημερινότητας.

Στους αγώνες κυριαρχεί ο χρυσαετός, αν και διοργανώνονται τουρνουά και με γεράκια ή ακόμη και με ξεφτέρια. Υπάρχουν διαφορετικές δοκιμασίες. Σε μία από τις βασικές, ο γερακοτρόφος αφήνει τον αετό από την κορυφή ενός χαμηλού βουνού, ενώ ο αντίπαλος –πάνω σε άλογο– τον καλεί να προσγειωθεί στο γάντι του. Αυτό που μετράει είναι ο χρόνος που χρειάζεται για να καλύψει τα 600 ή 800 μέτρα, αλλά και το πόσο «ίσια» και άμεσα θα κατευθυνθεί προς τον στόχο.

Σε άλλη δοκιμασία χρησιμοποιείται τεχνητό δόλωμα: ένας μηχανισμός που μιμείται αλεπού. Ο αετός αφήνεται και βαθμολογείται η ταχύτητα της επίθεσης και το αν θα «πιάσει» ή όχι – αν και, όπως εξηγεί ο Γκιχάρο, το βασικό μέτρο παραμένει ο χρόνος.

Πίσω από το χρονόμετρο, όμως, υπάρχει κάτι που δεν καταγράφεται εύκολα: ο «διάλογος» ανάμεσα στον άνθρωπο και το πουλί. Συνήθως κάθε αθλητής αγωνίζεται με το δικό του ζώο, το οποίο φροντίζει, εκπαιδεύει και με το οποίο χτίζει σχέση εμπιστοσύνης, ώστε να αναγνωρίζει το γάντι και το χέρι που το προστατεύει.

Στο Καζακστάν, ωστόσο, ο Γκιχάρο βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα εμπόδιο: τη γρίπη των πτηνών. «Δεν είναι εύκολο να εξάγεις ζώα σε αυτού του τύπου τις χώρες. Εκεί μου παραχώρησαν πουλιά που είχαν εκπαιδεύσει οι ίδιοι, και το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να περάσω δύο ημέρες μαζί τους για να δω τη συμπεριφορά τους. Δεν είναι το ιδανικό», παραδέχεται.

Το ιδανικό είναι να αγωνίζεσαι με το ζώο που γνωρίζεις. Και η σχέση αυτή δεν χτίζεται με «μαγική» συνταγή. «Όλα τα πουλιά μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά, αλλά το καθένα έχει την προσωπικότητά του – κι εμείς οι γερακοτρόφοι πρέπει να προσαρμοζόμαστε σε αυτά. Μου αρέσει να ξεκινώ την εκπαίδευση χωρίς να έχει αλληλεπιδράσει κανείς πριν με το ζώο, ώστε να μην έχει αποκτήσει “κακές συνήθειες”. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει μία τεχνική· έχω μάθει από άλλους, έχω δοκιμάσει, έχω δει τι λειτουργεί», λέει.

Ο ίδιος είχε πάντα ιδιαίτερο δεσμό με τα ζώα και τη φύση. Γνώρισε κάποτε κάποιον που ασχολούνταν με τη γερακοτροφία, εντυπωσιάστηκε και άρχισε να ψάχνει πληροφορίες. «Και όταν απέκτησα ένα πετρίτη το 2003, ήταν η… καταστροφή», λέει χαριτολογώντας, γιατί από τότε δεν μπόρεσε να απομακρυνθεί από μια τέχνη απαιτητική και «θυσιαστική». «Το να πάρεις ένα ζώο είναι για όλη του τη ζωή, δεν είναι καπρίτσιο. Δεν είναι όλα τόσο όμορφα όσο φαίνονται. Είναι ένα επάγγελμα “σκλάβος” – δεν μπορείς να το αφήσεις ούτε μία μέρα».

Η εκπαίδευση, εξηγεί, είναι μια διαδικασία για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη. «Εμείς είμαστε οι θηρευτές τους. Αλλά αν τους δίνεις τροφή και ό,τι έρχεται από εσένα προς το ζώο είναι θετικό – τροφή και προστασία από άλλους θηρευτές – τότε αρχίζει να δημιουργείται ο δεσμός. Πρέπει το ζώο να νιώθει ήρεμο μαζί σου, να μην αντιδρά απέναντι στον γερακοτρόφο. Συνηθίζουν ότι με το κάλεσμα τρώνε από το χέρι σου. Αν υπάρχει δραστηριότητα, ξέρουν ότι αν εμφανιστούν θα τραφούν. Και όταν δεν σε φοβούνται, ανέχονται να πλησιάσεις και να ανταλλάξεις τη λεία με τροφή», λέει. Και συμπληρώνει πως η εμπειρία με τον καιρό σε «διδάσκει» τι λάθη κάνεις, γιατί «κάθε πουλί αντιδρά διαφορετικά: κάποια μοιάζουν να τα ξέρουν όλα από την πρώτη. Θέλει γνώση και πρακτική».

Για να είσαι σε επίπεδο αγώνων, χρειάζεται σχεδόν καθημερινή ενασχόληση. «Για να είσαι ανταγωνιστικός, τις περισσότερες μέρες πρέπει να τους αφιερώνεις χρόνο: να τους δίνεις καλές “προπονήσεις”. Εγώ δουλεύω και ζω μαζί τους, οπότε χρόνο τους δίνω πολύ». Γι’ αυτό του φάνηκε παράξενο που στο Καζακστάν είχε μόνο δύο μέρες να «δέσει» με τα πουλιά που του παραχωρήθηκαν. «Πήγα σε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, προσαρμόζεσαι σε ό,τι υπάρχει. Είναι πουλιά ήδη “δουλεμένα” και αυτό δεν μου αρέσει. Έπρεπε να σταυρώνεις τα δάχτυλα να μην έχουν πολλές ιδιοτροπίες. Βλέπεις αν απορρίπτουν το χέρι, αν ανταποκρίνονται στο κάλεσμα. Προσπαθείς να είναι όσο γίνεται περισσότερο στο γάντι, να δεις αντιδράσεις όταν βγάζεις την κουκούλα, όταν ταΐζεις. Αν τρομάζουν από εσένα ή από το άλογο, δεν πάμε καλά».

Πέρα από τις βαθμολογίες και τα μετάλλια, ο Γκιχάρο κρατά την εμπειρία: «Συνεχίζουν αυτές τις παραδόσεις γιατί είναι κομμάτι της ζωής τους. Μαθαίνεις πολλά. Με εντυπωσίασε η φιλοξενία τους· η κουζίνα τους είναι απίστευτη, πολύ σπιτική, με πολλά μαγειρευτά. Και ο ανταγωνισμός είναι υγιής, σαν μια μεγάλη οικογένεια γερακοτρόφων. Είναι σαν Ολυμπιακοί, με θεάματα, φωτισμούς, συναυλίες. Μετά υπάρχουν δείπνα για να μιλάς με όλους – πολλή ζεστασιά».

Ο δεσμός, τονίζει, είναι «για πάντα» – αρκεί να μην διαταράσσεται από κακή πρακτική. «Αν δεν το “χαλάσεις”, το πουλί κρατά τον χαρακτήρα του μέχρι το τέλος. Είναι συντροφικότητα, είναι να αποφεύγεις τις αρνητικές πράξεις. Αν χρειαστεί να φτιάξεις ράμφος, νύχια ή να δώσεις φάρμακο, αυτό δεν είναι σαν σκύλος. Σε ένα πουλί δεν αρέσει να το πιάνεις. Υπάρχουν εργαλεία όπως η κουκούλα για να μην σε συνδέουν με την αρνητική πράξη· και προσπαθείς να μην μιλάς εκείνη τη στιγμή, ώστε να μη σε “αναγνωρίζουν” μετά». Αν όλα γίνουν σωστά, λέει, ένα αρπακτικό μπορεί να ζήσει έως και είκοσι χρόνια σε αιχμαλωσία χωρίς προβλήματα – και λιγότερο στη φύση.

Η γερακοτροφία, ωστόσο, έχει κινδύνους παντού: ανεμογεννήτριες, δρόμους, πυλώνες υψηλής τάσης. «Κάθε φορά που αφήνεις ένα γεράκι, εκείνο αποφασίζει πού θα πάει, ακόμη κι αν είναι εκπαιδευμένο. Είναι ελεύθερο. Δεν μπορείς να έχεις αρπακτικό σε κλουβί». Και ναι, υπάρχει και χρήμα, ειδικά στους αγώνες γερακιών στον Κόλπο, όπου η ταχύτητα μετριέται με ακρίβεια: «Ο γερακοτρόφος αφήνει το πουλί και το καλεί με δόλωμα στα 400 μέτρα· βαθμολογείται η ταχύτητα. Αυτό έχει τεράστια άνθηση», σημειώνει, προσθέτοντας ότι στην Ευρώπη γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθεί, αλλά «δεν είμαστε ακόμη στο επίπεδό τους».

Πέρα όμως από το «άθλημα», η γερακοτροφία βρίσκει εφαρμογές και αλλού: έλεγχος πανίδας ως αποτρεπτικό μέτρο σε στάδια, αεροδρόμια, ακόμη και σε μεγάλα αθλητικά venues. Υπάρχει ο Ρούφους, το γεράκι που πετά πάνω από το Wimbledon για να απομακρύνει άλλα ζώα που θα κατέστρεφαν το γρασίδι· και ο Βάργκας, το γεράκι της Caja Mágica στη Μαδρίτη. Υπάρχουν επίσης επιδείξεις, περιβαλλοντική εκπαίδευση, ακόμη και δράσεις θεραπευτικής επαφής. Όμως, όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος, «η γερακοτροφία είναι κυνήγι με αρπακτικά πτηνά».

Στο τέλος, το κέντρο παραμένει το ζώο. «Τα ζώα ανταποδίδουν αν τους φερθείς σωστά. Αλλά δεν είναι να τα κάνεις ανθρώπους, ούτε να τα βάλεις σε έναν καναπέ. Πρέπει να τους προσφέρεις αυτό που ζητά το ένστικτό τους, αυτό για το οποίο έχει εξελιχθεί κάθε είδος. Δεν έχουν την κατανόηση ενός σκύλου. Δεν θα καταλάβουν “τιμωρίες”. Το καλύτερο “βραβείο” είναι ίσως μια τροφή που τους αρέσει περισσότερο. Το βασικό είναι ο δεσμός να είναι πάντα θετικός. Κι αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί, να ενημερωθεί πρώτα – και πολύ καλά. Είναι ζώο, όχι καπρίτσιο».