Ενα σκηνικό το οποίο δεν έχει καταγραφεί προηγουμένως, με εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα κυρίως δε εκείνα της άμυνας και της ενέργειας, διαμορφώνεται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Τα όσα η Κύπρος υπομονετικά επένδυσε τα τελευταία χρόνια αποδίδουν καρπούς και μάλιστα η καρποφορία είναι πλούσια και συνεχής.

Αυτό φάνηκε για άλλη μια φορά όταν – μέσα σε 24 ώρες – ο πρόεδρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναχγιάν έφτανε επικεφαλής πολυμερούς αντιπροσωπείας οικονομικών και άλλων παραγόντων της χώρας στην Κύπρο, σε μια ιστορική επίσκεψη, και μερικές ώρες μετά ο κύπριος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης ταξίδευε στο Παρίσι προκειμένου να «κλειδώσει» και εκεί τη συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης.

Η τελευταία είναι εξόχως σημαντική και για τις δύο χώρες αφού από το 1,2 δισ. ευρώ που θα πάρει η Κύπρος από το SAFE το 85% θα καταλήξει στην αγορά οπλικών συστημάτων, πτητικών μέσων, κυρίως drones και περιφερόμενων πυρομαχικών ενώ γίνεται συζήτηση και για δύο πλωτά μέσα. Κομβικό σημείο είναι η Ναυτική Βάση στο Μαρί στην οποία η Γαλλία θα έχει μόνιμη παρουσία, μετά την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Καθεστώτος Δυνάμεων (SOFA) «εντός των ερχόμενων εβδομάδων». Αυτό δίνει στη Γαλλία ένα ισχυρό αποτύπωμα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο με συνεργασία όχι θεωρητική αλλά πρακτική, κάτι που ενισχύει και τη θέση της Κύπρου αμυντικά.

Οσο για τα ΗΑΕ, η Κύπρος έχει γίνει εδώ και καιρό η «πρέσβειρά» τους στην ΕΕ αλλά και σε πολλές άλλες δράσεις τους στην περιοχή. Τα ΗΑΕ στήριξαν οικονομικά την προσπάθεια της Κύπρου στη Γάζα και το σχέδιο Αμάλθεια για την ανθρωπιστική βοήθεια όταν αυτό γινόταν, στο εσωτερικό της Κύπρου, αντικείμενου χλευασμού από την αντιπολίτευση. Βοήθησαν ακόμα την Κύπρο να αντιμετωπίσει τη λειψυδρία δωρίζοντας 15 κινητές μονάδες αφαλάτωσης όταν ο ΥΠΕΞ Κωνσταντίνος Κόμπος ζήτησε τη βοήθεια του Αμπου Ντάμπι.

Προνομιακή πρόσβαση

Κυβερνητική πηγή στη Λευκωσία επεσήμανε στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» πως η κάθοδος του προέδρου των ΗΑΕ και η εμβάθυνση μέσω πλάνου δράσης της Στρατηγικής Εταιρική Σχέσης, μεταφράζεται πέρα από τις εξαιρετικά στενές σχέσεις και σε τεράστιες επενδύσεις οι οποίες θα γίνουν στην Κύπρο από τα ΗΑΕ. Για να προχωρήσεις, μας είπε χαρακτηριστικά και με την άμυνα αλλά και με όλα τα άλλα, χρειάζεσαι χρήματα. Η Λευκωσία, στήριξε επίσημα κατά την επίσκεψη του σεΐχη Αλ Ναχγιάν τη θέση των ΗΑΕ αλλά και του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) ότι τα τρία διαφιλονικούμενα, στρατηγικής σημασίας νησιά στον Αραβικό Κόλπο, το Αμπού Μούσα, το Μεγάλο και το Μικρό Τουμπ, είναι έδαφος των ΗΑΕ και το Ιράν το κατέχει. Το Ιράν αντέδρασε με οργή στην κίνηση καλώντας τον πρέσβη της Κύπρου στο ΥΠΕΞ στην Τεχεράνη για διαμαρτυρία.

Η ενίσχυση της Κύπρου και του ρόλου που απέκτησε στην περιοχή κινείται και σε πολλά άλλα επίπεδα. Βασικό, εάν μιλάμε για την αμυντική της θωράκιση, κάτι που συνδέεται άμεσα και με τα ενεργειακά, είναι το κομμάτι των σχέσεων με τις ΗΠΑ οι οποίες, με τη βοήθεια του Ισραήλ και του εβραϊκού λόμπι έχουν μπει σε μια νέα εποχή επίσης στρατηγικής συνεργασίας, όπως και οι ίδιες οι ΗΠΑ το προσδιορίζουν.

Η Κύπρος έχει πλέον προνομιακή πρόσβαση ακόμα και σε δωρεάν οπλικά συστήματα και φροντίζει ούτως ώστε τίποτα να μην διασαλεύσει αυτή τη σχέση. Η προσέγγιση και ακόμη περισσότερο η πρόθεση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς και η  οριοθέτηση ΑΟΖ τόσο με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, όσο και πρόσφατα με τον Λίβανο, δείχνουν επίσης τον νέο διπλωματικό δρόμο που ακολουθεί η Λευκωσία.

Παράλληλα, η προοπτική της περαιτέρω ενίσχυσης της τριμερούς με την Ελλάδα και το Ισραήλ στο σχήμα 3+1 με τη συμμετοχή των ΗΠΑ από το 2019 «δένει» ακόμη περισσότερο αυτή τη συνεργασία και αυτό από μόνο του ενισχύει τη θέση της Κύπρου αναπόφευκτα.

Τη Δευτέρα ο έλληνας πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Κύπρου θα βρεθούν στην Ιερουσαλήμ όπου θα πραγματοποιηθεί η τριμερής διάσκεψη με οικοδεσπότη αυτή τη φορά τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Η τριμερής Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ θα εστιάσει στην ενέργεια (το καλώδιο GSI και το πώς προχωρά το πρότζεκτ αλλά και του φυσικού αερίου) στην περιφερειακή ασφάλεια και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, με έμφαση στην προστασία κρίσιμων υποδομών όπως και την άμυνα.

Η αυτονόμηση της Κύπρου σε πολλά θέματα δεν οδηγεί σε σύγκρουση με την Αθήνα. Ωστόσο είναι πλέον φανερό ότι υπάρχει ακόμα ένα επίπεδο στις σχέσεις των δύο χωρών, μια πρακτική καλύτερα την οποία και δημοσίως έχουν εδώ και χρόνια εξηγήσει οι δύο ηγέτες και η οποία εμφανίζεται όλο και συχνότερα καθώς η κάθε χώρα επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα. Οι πιο πάνω εξελίξεις επηρεάζουν πολλά των θεμάτων, με βασικότερο τον παράγοντα Τουρκία όπου η Ελλάδα εφαρμόζει ένα δόγμα αποκλιμάκωσης.

Η διάσταση με τη Λευκωσία φάνηκε όταν η Κύπρος ζήτησε από την Ελλάδα να προχωρήσει με τις βυθομετρήσεις για την ηλεκτρική διασύνδεση (GSI), η Αθήνα ωστόσο κρίνει ως μη σοφή την πρόκληση αυτή τη στιγμή της όποιας ρήξης με την Αγκυρα. Αποκλίσεις υπάρχουν και στο Κυπριακό αλλά και στα των αμυντικών κινήσεων. Προτεραιότητα της Λευκωσίας ακόμα και εκεί όπου δεν ικανοποιεί η στάση της Αθήνας είναι να μην επηρεαστούν οι σχέσεις των δύο χωρών.

Τα συμφέροντα Αθήνας και Λευκωσίας: Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης

Η υπόθεση του αγωγού GSI και η διάσταση απόψεων που παρατηρήθηκε μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου ανέδειξε εκ νέου το ερώτημα αν είναι αυτονόητη η ταύτιση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο κρατών. Εγινε σαφές ότι η Τουρκία δεν αποτελεί το αποκλειστικό εμπόδιο στην πόντιση του αγωγού GSI. Εγχώρια ελληνοκυπριακά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία προτιμούν να μη διασυνδεθεί η Κύπρος στο ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο, ώστε να διατηρήσουν την ολιγοπωλιακή τους θέση στην κυπριακή αγορά ηλεκτρισμού, είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να επηρεάζουν τη θέση της κυπριακής κυβερνήσεως στο ζήτημα.

Η θέση αυτή υπονομεύει τα ελλαδικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, τα οποία προσβλέπουν στη λειτουργία της Κύπρου ως γέφυρας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μέσης Ανατολής. Εγινε επίσης σαφές και ότι το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» μπορεί να παρερμηνευθεί ως ομηρεία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος στην ανατολική Μεσόγειο.

Η ανάδειξη μιας διακριτής ελληνοκυπριακής πολιτικής και οικονομικής ελίτ υπήρξε αναπόφευκτη συνέπεια τόσο της ανεξαρτησίας της Κύπρου, όσο και των γεγονότων που οδήγησαν στον de facto αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από τη διακυβέρνηση της Κύπρου. Συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές των ελληνοκυπριακών κυβερνήσεων κατά τη δεκαετία του 1960 δεν ανέδειξαν απλώς ένα νέο πολιτικό υποκείμενο το οποίο διεκδικούσε την υπεράσπιση των συμφερόντων του, συχνά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τα συμφέροντα του «εθνικού κέντρου», πολλώ δε μάλλον της τουρκοκυπριακής κοινότητος.

Οδήγησαν και στη λήψη πρωτοβουλιών και αποφάσεων, οι οποίες σε συνδυασμό με τις εγκληματικές πρωτοβουλίες της ελλαδικής χούντας, έδωσαν την τέλεια πρόφαση στην Τουρκία να ακρωτηριάσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Αν οι ελλαδικές ευθύνες για την τραγωδία του 1974 αντισταθμίσθηκαν με την καταλυτική συμβολή της Ελλάδος στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη και χωρίς προηγουμένη λύση του Κυπριακού, το ζήτημα της υπάρξεως δύο πολιτικών ελίτ και δύο εθνικών συμφερόντων παραμένει.

Η πιθανή διάσταση συμφερόντων και στρατηγικής θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και ανεκτή, αν το Κυπριακό δεν παρέμενε ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Στις ελληνικές συζητήσεις το Κυπριακό ορίζεται ως πρόβλημα εισβολής, κατοχής και ασφαλείας. Ωστόσο αυτή είναι η μία πτυχή του προβλήματος που αφορά τους Ελληνοκυπρίους. Η άλλη λέγεται αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη διακυβέρνηση της Κύπρου.

Η έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει στην Τουρκία τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου γίνεται πολύ πειστικότερη, όταν συνοδεύεται από πρακτικά βήματα εντάξεως των Τουρκοκυπρίων στη διακυβέρνηση της Κύπρου.

Η εικαζόμενη από πολλούς διεθνείς παρατηρητές απροθυμία των Ελληνοκυπρίων να μοιρασθούν την εξουσία με τους τουρκοκυπρίους συμπολίτες των υπό όρους πολιτικής ισοτιμίας, όπως ορίζουν οι ιδρυτικές συμβάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι άλλο ένα σημαντικό ζήτημα που δεν άπτεται των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος, αλλά μόνον αυτών της ελληνοκυπριακής πολιτικής ελίτ. Αν η ασφάλεια της Κύπρου είναι και ελλαδική υπόθεση, είναι αυτονόητο ότι στη χάραξη της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής πρωταρχικό ρόλο πρέπει να έχουν και τα ελλαδικά συμφέροντα, τα οποία εκτείνονται πολύ πέραν της Κύπρου και των προβλημάτων της.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ

Quo vadis; : Γεώργιος Π. Μαλούχος

Η νέα κυπριακή πολιτική που βρίσκεται σε εξέλιξη θέτει φιλόδοξους στόχους, πλην όμως σε λίαν προβληματικά θεμέλια. Ενα εξ αυτών, είναι η κατ’ αρχήν ορθώς επιζητούμενη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ, πλην δυστυχώς απροσπέλαστη χωρίς το «ναι» της Τουρκίας. Που δεν θα εξασφαλιστεί, σήμερα, με κανένα τρόπο χωρίς τη θέλησή της.

Η Αγκυρα θα μπορούσε όμως να την αποκτήσει. Πώς; Θα δεχόταν όχι ένα, αλλά δύο κυπριακά κράτη στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα. Συνεπώς, η πάλαι ποτέ επιτακτικά ορθή στόχευση που ο Μακάριος πεισματικά αρνήθηκε, μπορεί τώρα να εξελιχθεί σε κίνδυνο, καθώς ουδείς φυσικά θα πιέσει αποτελεσματικά την Τουρκία, αλλά πολύ ευχερέστερα την Κύπρο και την Ελλάδα, ιδίως σε δικό τους αίτημα.

Παράλληλα, οι συνομιλίες χωρίς ελπίδα της Λευκωσίας με τον νέο κατοχικό ηγέτη συνιστούν επιτομή ψευδαίσθησης. Ουδέποτε αυτός πρόκειται να κινηθεί στο ελάχιστο έξω από τις γραμμές της Αγκυρας. Ουδέποτε συνέβη μέχρι σήμερα, ουδέποτε θα συμβεί στο μέλλον. Αλλωστε η Τουρκία ενισχύει διαρκώς τη στρατιωτική της παρουσία στα Κατεχόμενα τα οποία άπαντες de facto επί μισό αιώνα αποδέχονται.

Ταυτόχρονα, η Λευκωσία υπέγραψε συμφωνία με τον Λίβανο για την ΑΟΖ. Υπό κανονικές συνθήκες θα επρόκειτο περίπου για κίνηση ματ έναντι των τουρκικών σχεδιασμών. Ομως οι συνθήκες μόνον κανονικές δεν είναι. Ουσιαστικά, όλα αυτά κρίνονται τελικά στην απειλή και τη δύναμη των όπλων, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε ο Λίβανος, τουλάχιστον σε συσχετισμό με την Τουρκία. Αλλιώς, πρόκειται για γράμμα κενό. Κάτι που ακόμα και η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά εδώ και δεκαετίες με τα δώδεκα μίλια, αν και διαθέτει στρατιωτική ισχύ.

Η ενέργεια, που υποκρύπτεται στην υπογραφή τέτοιων συμφωνιών ως το στοιχείο που θα παράξει ισχύ υπέρ τους, δεν θα το καταφέρει: ουδείς θα επενδύσει τελικά σε τόσο έντονα αμφισβητούμενες ζώνες στην κρίσιμη στιγμή, εκτός και αν πάψουν να είναι τέτοιες. Και αυτό γίνεται με τρεις τρόπους:

Ο πρώτος, είναι να σταματήσει την Τουρκία η ίδια η Κύπρος, ή, έστω, μαζί με την Ελλάδα. Προδήλως, δεν θα συμβεί.

Ο δεύτερος, είναι να αποσυρθεί η ίδια η Τουρκία από τις απαιτήσεις της. Επίσης δεν θα συμβεί.

Ο τρίτος, θα ήταν να διαμορφωθούν οι κατάλληλες γι’ αυτόν το σκοπό διεθνείς συμμαχίες. Αυτό, θεωρητικά, είναι πιθανό. Στην πράξη; Καμία ευρωπαϊκή χώρα, ούτε βέβαια οι Ηνωμένες Πολιτείες, ουδέποτε θα συγκρουστούν με την Αγκυρα για την Κύπρο, με ή χωρίς φυσικούς πόρους. Αν απαιτηθεί θα βρουν λύση πάνω από αυτή.

Ο μόνος σύμμαχος που πραγματικά διαθέτει ισχύ, και ενδεχομένως βούληση, να αλλάξει τα δεδομένα, είναι το Ισραήλ. Ομως εδώ επίσης υπάρχουν προϋποθέσεις, όπως να μην αποδώσουν οι αμερικανικές προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος της χώρας με την Τουρκία, ή να μην αλλάξει η ισραηλινή πολιτική, πράγμα διόλου απίθανο έπειτα από ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή, αν επέλθει τέτοια, ή να μη μαζευτεί τότε κάπως και η Αγκυρα. Συνεπώς και αυτό παραμένει terra incognita, κάνοντας ακόμη επιτακτικότερο το ερώτημα: Quo vadis Κύπρος;