Η Γερμανία βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας έντονης δημόσιας συζήτησης σχετικά με το καθεστώς της πορνείας, είκοσι τρία χρόνια μετά τη νομιμοποίησή της. Η πρόεδρος της Μπούντεσταγκ, Γιούλια Κλέκνερ, άναψε τη σπίθα του διαλόγου χαρακτηρίζοντας τη χώρα «το bordel της Ευρώπης» και ασκώντας κριτική στην αντίληψη ότι η πορνεία αποτελεί απλώς ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα. Η Κλέκνερ υποστήριξε ότι το υπάρχον σύστημα «υπονομεύει την αξιοπρέπεια των γυναικών και διαιωνίζει την εκμετάλλευση».
Το «σκανδιναβικό μοντέλο» ως εναλλακτική
Η υπουργός Υγείας Νίνα Βάρκεν προστέθηκε στις φωνές που ζητούν μια ριζική αλλαγή, προτείνοντας την υιοθέτηση του λεγόμενου «σκανδιναβικού» ή «nordic» μοντέλου. Το σύστημα αυτό, που εφαρμόζεται ήδη σε χώρες όπως η Σουηδία, η Νορβηγία, η Γαλλία και η Ιρλανδία, προβλέπει την ποινικοποίηση της αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών, αλλά την αποποινικοποίηση της πώλησης, προστατεύοντας έτσι τους εργαζόμενους του σεξ από διώξεις.
Σύμφωνα με τη Βάρκεν, το μοντέλο αυτό «αντιστρέφει τη λογική του ποινικού δικαίου»: θεωρεί υπεύθυνο εκείνον που αγοράζει το σώμα ενός άλλου ανθρώπου, όχι εκείνον που αναγκάζεται να το πουλήσει. Παράλληλα, προωθείται η ενίσχυση των προγραμμάτων απεξάρτησης, επανένταξης και κοινωνικής στήριξης για όσους επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη βιομηχανία του σεξ.
Η ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε νέα ώθηση στη συζήτηση, υιοθετώντας πρόσφατα ψήφισμα που ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να εξετάσουν την υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε εκθέσεις που δείχνουν ότι το γερμανικό σύστημα –το πιο φιλελεύθερο της Ευρώπης– δεν κατόρθωσε να εξαλείψει τη βία, τον εξαναγκασμό και τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στον χώρο της πορνείας.
Οι επικρίσεις για το γερμανικό μοντέλο
Από το 2002, όταν η πορνεία νομιμοποιήθηκε, η Γερμανία υποσχέθηκε ένα «ασφαλές και ρυθμισμένο» περιβάλλον εργασίας για τους εργαζόμενους του σεξ. Ωστόσο, σύμφωνα με ειδικούς, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Τα πορνεία πολλαπλασιάστηκαν – σήμερα λειτουργούν πάνω από 3.000, με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενες, πολλές εκ των οποίων είναι μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη ή τα Βαλκάνια.
Η καθηγήτρια Γιούλια Βέγκε, ερευνήτρια σε θέματα εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, υπογραμμίζει ότι η πλειονότητα των γυναικών που εργάζονται στον χώρο «δεν ενεργούν με πλήρη αυτονομία». Όπως εξηγεί, ένα μικρό ποσοστό δρα ανεξάρτητα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται από γυναίκες που είναι οικονομικά εξαρτημένες, ψυχολογικά τραυματισμένες και θύματα βίας ή εκβιασμού. Πολλές, τονίζει, «δεν γνωρίζουν καν τα δικαιώματά τους».
Η ίδια επισημαίνει ότι οι οικονομικοί παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο: «Η βιομηχανία του σεξ αποφέρει τεράστια κέρδη, γεγονός που δημιουργεί ένα ισχυρό λόμπι το οποίο αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια περιορισμού». Η γεωγραφική θέση της Γερμανίας στο κέντρο της Ευρώπης και η ελεύθερη διακίνηση προσώπων εντός ΕΕ διευκόλυναν την ανάπτυξη ενός υπερεθνικού κυκλώματος εκμετάλλευσης.
Οι επικριτές του γερμανικού μοντέλου υποστηρίζουν ότι η φιλελευθεροποίηση της πορνείας «κανονικοποίησε» τη σεξουαλική εκμετάλλευση, μετατρέποντας τη χώρα σε «μαγνήτη για τουρισμό του σεξ». Παράλληλα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η νομιμοποίηση δεν μείωσε τα περιστατικά βίας: πολλές γυναίκες εξακολουθούν να υφίστανται κακοποίηση από πελάτες ή προαγωγούς, χωρίς ουσιαστική προστασία από τις αρχές.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένες οργανώσεις υποστηρίζουν ότι η πλήρης ποινικοποίηση μπορεί να ωθήσει την πορνεία στην παρανομία, αυξάνοντας τον κίνδυνο για τα ίδια τα θύματα. Ζητούν, επομένως, ισορροπημένες λύσεις με στόχο την ασφάλεια και την ενδυνάμωση των εργαζομένων του σεξ, παρά τον στιγματισμό τους.
Προς ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο
Η Βέγκε αναγνωρίζει ότι η πορνεία «δεν θα εξαλειφθεί πλήρως», αλλά θεωρεί πως το σκανδιναβικό μοντέλο «στέλνει ένα καθαρό μήνυμα για τα όρια της αποδοχής». Κατά την άποψή της, οφείλει να υπάρξει στροφή της πολιτικής προς την πρόληψη, την κοινωνική υποστήριξη και την εκπαίδευση – και όχι μόνο στη ρύθμιση της αγοράς.
Η Γερμανία, που επί δύο δεκαετίες παρουσίαζε το μοντέλο της ως «πρόοδο και ελευθερία επιλογής», καλείται σήμερα να επανεξετάσει το τίμημα αυτής της ελευθερίας: μια αγορά που παράγει τεράστια έσοδα, αλλά με ανθρώπινο κόστος που δύσκολα δικαιολογείται.
Η συζήτηση για την πορνεία στη Γερμανία δεν αφορά πια μόνο την οικονομία ή τη νομοθεσία· είναι βαθιά πολιτισμική και ηθική. Και, όπως φαίνεται, το ερώτημα δεν είναι αν η χώρα θα αλλάξει πολιτική, αλλά πότε και με ποιον τρόπο θα επιλέξει να το κάνει.