Για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων του 21ου αιώνα, ο ύπνος θεωρείται μια συνεχόμενη διαδικασία που διαρκεί περίπου οκτώ ώρες. Ωστόσο, η μορφή αυτού του «ενιαίου ύπνου» είναι σχετικά πρόσφατη στην ανθρώπινη ιστορία. Για χιλιετίες, οι άνθρωποι κοιμούνταν σε δύο φάσεις μέσα στη νύχτα — έναν «πρώτο» και έναν «δεύτερο» ύπνο. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα διάστημα εγρήγορσης που διαρκούσε από μισή έως και δύο ώρες.

Μαρτυρίες από την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και άλλες περιοχές περιγράφουν πώς οι οικογένειες πήγαιναν για ύπνο λίγο μετά τη δύση του ήλιου, ξυπνούσαν γύρω στα μεσάνυχτα για λίγο και στη συνέχεια ξανακοιμούνταν μέχρι την αυγή. Αυτή η πρακτική διαμόρφωσε όχι μόνο τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τον ύπνο, αλλά και τη σχέση μας με το σκοτάδι και τον χρόνο.

Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στους δύο ύπνους δεν ήταν «χαμένος χρόνος». Αντίθετα, αποτελούσε μια ήσυχη περίοδο προσήλωσης και εσωτερικής ανασυγκρότησης. Μερικοί ξυπνούσαν για να φροντίσουν τη φωτιά ή τα ζώα, άλλοι προσεύχονταν, διάβαζαν ή κατέγραφαν σκέψεις από τα όνειρά τους.

Καταγραφές σε ημερολόγια και γράμματα της προ-βιομηχανικής εποχής δείχνουν ότι τα μεσάνυχτα ήταν συχνά ώρα περισυλλογής, δημιουργικότητας ή και συντροφικής εγγύτητας ανάμεσα στα ζευγάρια. Από τον Όμηρο έως τον Βιργίλιο, οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονταν σε αυτό το ιδιαίτερο «διάλειμμα» ανάμεσα σε δύο κύκλους ύπνου, φωτίζοντας μια ξεχασμένη πτυχή της ανθρώπινης καθημερινότητας.

 Πώς χάθηκε ο δεύτερος ύπνος

Η εξαφάνιση της διπλής νυχτερινής ανάπαυσης συνδέεται με κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές των τελευταίων δύο αιώνων. Ο τεχνητός φωτισμός υπήρξε καθοριστικός. Με την εμφάνιση των λυχνιών πετρελαίου, του γκαζιού και αργότερα του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι δεν σήμαινε πια ξεκούραση. Ο άνθρωπος άρχισε να μένει ξύπνιος περισσότερες ώρες, να εργάζεται ή να διασκεδάζει το βράδυ. Βιολογικά, το φως αυτό ανέτρεψε τον φυσικό μας κιρκαδικό ρυθμό, καθυστερώντας την έκκριση μελατονίνης και απωθώντας τη φάση της εγρήγορσης προς τα μεσάνυχτα.

Η Βιομηχανική Επανάσταση ενίσχυσε αυτή τη μετατόπιση. Η εργασία σε σταθερά ωράρια και η ανάγκη για πρωινή παραγωγικότητα καθιέρωσαν τον συνεχόμενο ύπνο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η έννοια των “οκτώ αδιάκοπων ωρών” είχε πλέον επικρατήσει οριστικά.

Ενδιαφέρον είναι ότι σε μακροχρόνια επιστημονικά πειράματα, όπου οι συμμετέχοντες ζουν χωρίς τεχνητό φως και ρολόγια, το σώμα τους “επιστρέφει” φυσικά στο σύστημα των δύο φάσεων. Μια μελέτη του 2017 σε αγροτική κοινότητα της Μαδαγασκάρης χωρίς ηλεκτρισμό έδειξε ότι οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να ακολουθούν αυτόν τον διφασικό ρυθμό, ξυπνώντας γύρω στα μεσάνυχτα.

Το φως δεν καθορίζει μόνο τον ύπνο, αλλά και την αίσθηση του χρόνου. Το χειμώνα, η μειωμένη ηλιοφάνεια καθυστερεί την “επανεκκίνηση” του βιολογικού μας ρολογιού το πρωί. Το φως με υψηλή περιεκτικότητα σε μπλε φάσμα ρυθμίζει ορμόνες όπως η κορτιζόλη, κρατώντας τον οργανισμό σε εγρήγορση.

Όταν αυτά τα σήματα χαθούν, όπως συμβαίνει σε περιοχές με μακριές νύχτες ή υπό έντονο τεχνητό φωτισμό, ο εγκέφαλος χάνει τα χρονικά του σημεία αναφοράς. Πειράματα σε εργαστήρια και σπηλιές, όπου άνθρωποι ζουν για εβδομάδες χωρίς φυσικό φως, δείχνουν ότι ο προσανατολισμός στον χρόνο χάνεται εύκολα — μερικοί φαντάζονται ότι έχουν περάσει λιγότερες ή περισσότερες μέρες απ’ όσες πραγματικά έχουν.

Σε μελέτη με εικονική πραγματικότητα στο Πανεπιστήμιο Keele, οι συμμετέχοντες που έβλεπαν σκηνές με χαμηλό φωτισμό υποκειμενικά “ένιωθαν” ότι ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, ειδικά όσοι ανέφεραν επιρρέπεια σε χαμηλή διάθεση. Το φως, επομένως, δεν καθορίζει μόνο τον ύπνο, αλλά και το πώς βιώνουμε τις ίδιες τις στιγμές.

Οι ειδικοί του ύπνου επισημαίνουν ότι τα σύντομα νυχτερινά ξυπνήματα είναι απολύτως φυσιολογικά· συχνά συμβαίνουν στα όρια ανάμεσα στα στάδια του ύπνου, κυρίως πριν από τη φάση των ονείρων. Το πρόβλημα δεν είναι το ξύπνημα, αλλά ο τρόπος που το αντιμετωπίζουμε.

Η ψυχολογία παίζει καθοριστικό ρόλο. Όταν δεν κάνουμε τίποτα, το σκοτάδι και η ανησυχία “επιμηκύνουν” τον χρόνο. Το λεπτό μοιάζει αιώνας. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία (CBT-I) προτείνει να βγαίνουμε από το κρεβάτι μετά από περίπου είκοσι λεπτά, να κάνουμε κάτι ήσυχο υπό χαμηλό φως — όπως να διαβάσουμε κάτι ή να σκεφτούμε ευχάριστα πράγματα — και να επιστρέψουμε όταν νιώσουμε υπνηλία. Επίσης, συνιστάται να καλύπτουμε το ρολόι και να σταματούμε να “μετράμε” τον χρόνο.

Ίσως, τελικά, το να ξυπνά κανείς στις τρεις το πρωί να μην είναι σημάδι αϋπνίας ή άγχους, αλλά ασυνείδητο ίχνος μιας αρχέγονης συνήθειας. Οι πρόγονοί μας το έκαναν για αιώνε. Εμείς απλώς ξεχάσαμε γιατί.