Η Ρωσία έχει εντείνει τις επιθέσεις της στις σιδηροδρομικές γραμμές της Ουκρανίας από το καλοκαίρι, αξιοποιώντας νέες τεχνολογίες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη μεγάλου βεληνεκούς. Παρά την αυξημένη πίεση, το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ουκρανίας δείχνει ανθεκτικότητα, όπως επισημαίνει σε δηλώσεις του στο Reuters ο διευθύνων σύμβουλος της κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων, Ολεξάντρ Πετρόφσκι.
Σύμφωνα με τον Πετρόφσκι, ο βασικός στόχος των ρωσικών επιθέσεων είναι η πρόκληση πανικού στους επιβάτες και η συνολική υπονόμευση της ουκρανικής οικονομίας. Διευκρινίζει ότι οι επιθέσεις επικεντρώνονται κυρίως σε πολιτικές υποδομές και όχι σε στρατιωτικά φορτία.
Εντατικοποίηση των επιθέσεων στο σιδηροδρομικό δίκτυο
Η Ukrzaliznytsia, η μεγάλη κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων της Ουκρανίας, με προσωπικό 170.000 ατόμων, αποτελεί σταθερό στόχο από την έναρξη της ρωσικής εισβολής πριν από 3,5 χρόνια. Το τελευταίο διάστημα, οι επιθέσεις έχουν αυξηθεί, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις στα δρομολόγια.
Από τον Φεβρουάριο του 2022 και την έναρξη του πολέμου, το ουκρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο λειτουργεί ως βασικό μέσο μετακίνησης πολιτών, λόγω της αναστολής όλων των πολιτικών πτήσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συμβολή του στις επισκέψεις ξένων ηγετών, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, που μετακινήθηκαν στην Ουκρανία με τρένο.
Οι κλινάμαξες της Ukrzaliznytsia θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα ένας αξιόπιστος τρόπος νυχτερινής μετακίνησης, προσφέροντας τη δυνατότητα στους επιβάτες να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Ωστόσο, οι συχνές ρωσικές επιθέσεις έχουν προκαλέσει μεγάλες καθυστερήσεις. Το δίκτυο παραμένει κρίσιμο και για τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού και εμπορευμάτων, αν και τα εμπορικά φορτία έχουν μειωθεί σημαντικά, επηρεάζοντας αρνητικά τα οικονομικά της εταιρείας.
Όπως εξηγεί ο Πετρόφσκι, οι επιθέσεις επικεντρώνονται σε δεκάδες υποσταθμούς και σχετίζονται με την αυξανόμενη χρήση drones μεγάλου βεληνεκούς, που κατασκευάζονται σε ρωσικές στρατιωτικοβιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Γρήγορη αποκατάσταση, αλλά με αυξανόμενο κόστος
Παρά τις συνεχείς επιθέσεις, το σιδηροδρομικό δίκτυο ανακάμπτει γρήγορα μετά από κάθε πλήγμα. Οι διακοπές στην κυκλοφορία των τρένων διαρκούν κατά κανόνα από έξι έως δώδεκα ώρες, με τις ηλεκτρικές μηχανές να αντικαθίστανται προσωρινά από ντιζελοκίνητες, έως ότου αποκατασταθεί η ηλεκτροδότηση.
Ο Πετρόφσκι επισημαίνει ότι τα προβλήματα έχουν περιοριστεί και η μεταφορά στρατιωτικού φορτίου παραμένει ανεπηρέαστη. “Είναι ένας μαραθώνιος… Μας χτυπάνε, ανακάμπτουμε. Μας χτυπάνε, ανακάμπτουμε.”, τονίζει χαρακτηριστικά.
Από τα μέσα του καλοκαιριού, η Ρωσία στοχεύει συστηματικά σε ηλεκτρικούς υποσταθμούς και άλλες υποδομές, χρησιμοποιώντας κατά μέσο όρο έξι με επτά καμικάζι drones τύπου Shahed ανά επίθεση. Όπως αναφέρει, πέντε έως έξι σημαντικοί σιδηροδρομικοί κόμβοι έχουν χτυπηθεί το τελευταίο διάστημα.
Το Reuters δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα τις συγκεκριμένες πληροφορίες, ενώ η Μόσχα αρνείται ότι στοχοθετεί ουκρανούς αμάχους.
Πέραν των βομβαρδισμών, το ουκρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο υφίσταται και δολιοφθορές από πρόσωπα που, σύμφωνα με τις ουκρανικές αρχές, στρατολογούνται από τη Ρωσία εντός της χώρας. Οι ουκρανικές υπηρεσίες ασφαλείας δημοσιοποιούν συχνά συλλήψεις ατόμων κατηγορούμενων για συνωμοσία και επιθέσεις σε ευαίσθητα σημεία του δικτύου.
Παρότι αυτή η απειλή θεωρείται μικρότερη από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, τα περιστατικά δολιοφθοράς αυξάνονται, με δεκάδες καταγεγραμμένες περιπτώσεις μέσα στο έτος.
Η λειτουργία των μηχανών ντίζελ, που χρησιμοποιούνται αναγκαστικά μετά από επιθέσεις, κοστίζει κατά προσέγγιση πέντε φορές περισσότερο ανά χιλιόμετρο σε σύγκριση με τις ηλεκτρικές, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα οικονομικά της Ukrzaliznytsia.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, περίπου το 30% του ουκρανικού σιδηροδρομικού δικτύου βρίσκεται σε διαρκή κύκλο “καταστροφής-επισκευής”.
Ορισμένες γέφυρες έχουν βομβαρδιστεί επανειλημμένα από τις ρωσικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πολέμου και κάθε φορά επισκευάζονται. Ο Πετρόφσκι, επικαλούμενος λόγους ασφαλείας, αρνήθηκε να διευκρινίσει ποιες είναι αυτές, αλλά επισήμανε πως η εταιρεία θα συνεχίσει τις εργασίες αποκατάστασης.