Από κάποιους ίσως και να το περιμένεις – από άλλους όχι. Από τη στιγμή, πάντως που το εξομολογούνται οι ίδιοι, εμάς μας περισσεύει.
Τζορτζ Κλούνεϊ, «Μπάτμαν και Ρόμπιν» (1997)
Μάικλ Κίτον, Κρίστιαν Μπέιλ, Μπεν Άφλεκ. Είναι ορισμένοι από τουςμεγαλύτερους σταρ που φόρεσαν την κάπα του Μασκοφόρου Εκδικητή. Αλλά κανείς τους δεν φόρεσε τη στολή που έβαλε ο Τζορτζ Κλούνεϊ για χάρη του σκηνοθέτη Τζόελ Σουμάχερ – «Batnipples» λέγεται και αμαρτίαν ουκ έχομεν.«Είχα την εντύπωση ότι απλώς κατέστρεψα τη σειρά μέχρι που κάποιος την επανέφερε ύστερα από χρόνια και την άλλαξε» είχε δηλώσει στο Graham Norton Show το 2015 για τον ρόλο του, τον οποίο κράτησε δίπλα στους Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ, Ούμα Θέρμαν και Κρις Ο’ Ντόνελ (ο Ρόμπιν). «Τότε πίστευα ότι θα ήταν καλή κίνηση για την καριέρα μου. Ε, δεν ήταν».
Μπεν Άφλεκ, «Daredevil» (2003)
Σε περίπτωση που ο Daredevil του Μπεν Άφλεκ σας άφησε ανικανοποίητους, καλό είναι να ξέρετε ότι ο ίδιος ο ηθοποιός μισεί τον ρόλο του. Χωρίς μισόλογα. «Δεν λειτούργησε καθόλου» είχε δηλώσει στο Entertainment Weekly το 2007. «Και αν ήθελα να γίνω viral, θα ήμουν λιγότερο ευγενικός στις εκφράσεις». Η ιστορία έδειξε, πάντως, ότι για να ξεπλύνει την ντροπή και να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό του –και στο είδος των σουπερ ηρώων- αποδέχθηκε τον ρόλο του Μπρους Γουέιν στις ταινίες «Suicide Squad» και «Batman vs Superman».
Χάλι Μπέρι, «Catwoman» (2004)
Η ηθοποιός δεν φοβήθηκε να ανεβεί στη σκηνή για να παραλάβει το Χρυσό Βατόμουρο το 2005 ύστερα από την ερμηνεία της ως «Catwoman» κρατώντας μάλιστα στο άλλο χέρι το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου («Ο χορός των τεράτων» το 2001). Στην ομιλία της -παρωδία εκείνης στην Ακαδημία Κινηματογράφου– ανέφερε ότι ο μάνατζέρ της Βίνσεντ Σερένο, ο οποίος εμφανίστηκε στο πλάι της, «την αγαπάει τόσο πολύ που την πείθει να πάρει ρόλους ακόμη και όταν είναι απαίσιοι».
Κόλιν Φάρελ, «Miami Vice» (2006)
Έτσι κι αλλιώς, περιμέναμε ότι λίγοι ηθοποιοί θα είχαν την ειλικρίνεια του Φάρελ όταν θα ερχόταν η ώρα να παραδεχθούν το ενδεχόμενο λάθος τους. Η αλήθεια είναι ότι προκαλεί εντύπωση πως επέλεξε το «Miami Vice» του 2006, το οποίο έφερε τη βαριά υπογραφή του Μάικλ Μαν. «Δεν μου άρεσε και τόσο πολύ. Νομίζω ότι ήταν περισσότερο στυλ και λιγότερο ουσία, οπότε
αναλαμβάνω και σημαντικό μερίδιο της ευθύνης» έλεγε το 2010 στο Total film. Οι θαυμαστές πάντως και του σκηνοθέτη και του ηθοποιού –που εκεί υποδυόταν τον Τζέιμς Σόνι Κρόκετ- επανεκτίμησαν την ταινία όσο περνούσαν τα χρόνια.
Ματ Ντέιμον, «Το τελεσίγραφο του Μπορν» (2007)
Η αρχική τριλογία του Μπορν έχει κερδίσει τη σύμφωνη θετική γνώμη των κριτικών με τον Ντέιμον να βρίσκει κεντρική θέση στη «μυθολογία» της. Ο ίδιος πάντως κράτησε αποστάσεις από την τρίτη κατά σειρά ταινία –σκηνοθεσίας Πολ Γκρίνγκρας– λέγοντας ότι το σενάριο, γραμμένο κυρίως από τον Τόνι Γκιλρόι, ήταν απαίσιο. «Έφταιγε το στούντιο παραγωγής που μπήκε
σε μια τέτοια διαδικασία» ανέφερε σε συνέντευξή του στο περιοδικό «GQ». «Δεν κατηγορώ τον Τόνι ότι πήρε ένα σωρό λεφτά και παρέδωσε ό,τι παρέδωσε. Απλώς κατέληγε ακαταλαβίστικο. Ήταν σενάριο για να σβήσει την καριέρα κάποιου. Αν το ανέβαζα ξαφνικά στο eBay θα είχαμε game over. Τρομερό. Και πραγματικά ντροπιαστικό. Αλλά ας πούμε ότι βρήκε μια ευκαιρία, πήρε τα λεφτά του κι έφυγε».
Ντάνιελ Ράντκλιφ, «Ο Χάρι Πότερ και ο ημίαιμος πρίγκηψ» (2009)
Ήταν σαν να το περιμένει κανείς ότι απ’ όλη τη σάγκα του «Χάρι Πότερ» κάποια ταινία δεν θα γέμιζε το μάτι του πρωταγωνιστή, ο οποίος μπήκε στη σειρά σε ηλικία 11 ετών. «Δεν ήμουν καλός στον “Πρίγκιπα” έλεγε σε συνέντευξή του προς το Playboy το 2012. «Τη μισώ την ταινία. Η ερμηνεία μου είναι μονοκόμματη και βλέπω πόσο εφησυχασμένα παίζω. Ό,τι κι αν προσπαθούσα να πετύχω δεν μου έβγαινε. Για μένα η καλύτερη ταινία είναι η πέμπτη κατά σειρά [«Το τάγμα του Φοίνικα»] επειδή εκεί βλέπω μια πρόοδο».
Κέιτ Γουίνσλετ, «Τιτανικός» (1997)
Ναι, καλά διαβάζετε. Η Κέιτ Γουίνσλετ έχει το θάρρος της γνώμης να εξαιρεί από το παλμαρέ της τον ρόλο για-τον-οποίο-δεν-χρειάζεται-να-προσθέσουμε- τίποτε-παραπάνω. Δεν τα βάζει μάλιστα με τον «Τιτανικό» ως ταινία, αλλά με την ερμηνεία της ως Ρόουζ. «Σε κάθε σκηνή που ξαναβλέπω αναρωτιέμαι “Aλήθεια, τώρα; Έπαιζες μ’ αυτό τον τρόπο;”. Ακόμη και την αμερικανική προφορά μου δεν μπορώ καν να την ακούσω. Είναι απαίσια» έλεγε στην Telegraph. «Περνάω δύσκολα βλέποντας οποιαδήποτε ερμηνεία μου στον κινηματογράφο, αλλά με τον “Τιτανικό” θα ήθελα πολύ απλά να την ξανακάνω».
Ορλάντο Μπλουμ, «Τροία» (2004)
Θαυμάστριες επί θαυμαστριών απλώς περίμεναν την εμφάνισή του ως Πάρη στην ταινία του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν (η οποία, ΟΚ, δεν είναι και ο παράδεισος των πιο απαιτητικών). Ο Ορλάντο Μπλουμ, από την άλλη, θέλησε να τη διαγράψει από τη μνήμη του, πράγμα που εξομολογήθηκε σε μια σειρά βιντεοπορτρέτων του Variety.
«Δεν ήθελα να παίξω σ’ αυτή την ταινία, που παρεμπιπτόντως φαινόταν υπέροχη. Ήταν ο Μπραντ [Πιτ]. Ο Έρικ [Μπάνα] και ο Πίτερ Ο’ Τουλ. Αλλά εγώ δεν ήθελα να το κάνω. Στρεφόταν εναντίον όλων όσα ήθελα για τον εαυτό μου. Σε κάποιο σημείο ο Πάρις σέρνεται στο πάτωμα επειδή τον έχει χτυπήσει κάποιος και ικετεύει τον αδερφό του πιάνοντας το πόδι του. Ούτε που σκεφτόμουν, ότι θα μπορέσω να το κάνω. Ένας ατζέντης μου,όμως, μου είπε ότι αυτή είναι η καλύτερη στιγμή μέσα στο σενάριο. Και πιάστηκα από αυτή την ατάκα. Γι’ αυτό και θέλω να σβήσω την ταινία από τη μνήμη μου».
Τσάνιγκ Τέιτουμ, «GI Joe: η γέννηση της Κόμπρα» (2009)
«Θέλω να είμαι ειλικρινής: τη γα**μισώ αυτή την ταινία. Μπήκα με το ζόρι στα γυρίσματα. Το σενάριο δεν ήταν καθόλου καλό. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν ήθελα να κάνω κάτι άσχημο για τη σειρά που έβλεπα κάθε πρωί όταν ήμουν παιδί. Κι ύστερα, δεν είχα καν αποφασίσει αν ήθελα να είμαι GI Joe». Όπως καταλαβαίνετε, αν το ομολογεί ο ίδιος ο πρωταγωνιστής –το 2015 στην
εκπομπή του Howard Stern– δεν έχουμε ανάγκη άλλων μαρτύρων.