Μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι οι παρένθετες μητέρες παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο διάγνωσης νέας ψυχικής νόσου κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη, σε σύγκριση με τις γυναίκες που κυοφορούν τα δικά τους βιολογικά παιδιά. Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Jama Network Open, βασίστηκε σε ανάλυση 767.406 γεννήσεων στο Οντάριο του Καναδά μεταξύ 2012 και 2021. Από αυτές τις γεννήσεις, μόλις 758 περιλάμβαναν παρένθετες μητέρες, με την πλειοψηφία να μην έχουν γενετική συγγένεια με το παιδί. Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής την Δρ Μαρία Βέλεζ από το Πανεπιστήμιο McGill, διαπίστωσε ότι στις παρένθετες καταγράφηκε 43% υψηλότερος ετήσιος δείκτης εμφάνισης ψυχικών διαταραχών σε σχέση με γυναίκες με φυσική σύλληψη και 29% υψηλότερος σε σύγκριση με γυναίκες που συνέλαβαν μέσω εξωσωματικής αλλά κυοφόρησαν οι ίδιες.
Οι διαγνώσεις περιλάμβαναν αγχώδεις διαταραχές, καταθλίψεις, αυτοκτονικό ιδεασμό ή ψυχωτικά επεισόδια, με τον μέσο χρόνο από τη σύλληψη έως τη διάγνωση να είναι περίπου 2,5 χρόνια για όλες τις ομάδες. Αν και οι παρένθετες περνούν υποχρεωτικά από ψυχολογική αξιολόγηση στον Καναδά, το 19% αυτών είχε ήδη ιστορικό ψυχικής νόσου πριν την εγκυμοσύνη, κάτι που, όπως δείχνει η μελέτη, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο επανεμφάνισης ή επιδείνωσης της κατάστασης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο κίνδυνος παρέμεινε αυξημένος ακόμη και όταν συγκρίθηκε με γυναίκες που γέννησαν με φυσικό τρόπο αλλά δεν ζούσαν πλέον με το παιδί τους έναν χρόνο μετά τον τοκετό, στοιχείο που ενδέχεται να συνδέεται με το πένθος ή την απώλεια που βιώνει μια παρένθετη μετά την παράδοση του βρέφους.
Η Δρ Βέλεζ τονίζει ότι τα ευρήματα ενισχύουν την ανάγκη για ενδελεχή προγεννητικό έλεγχο, συμβουλευτική και μακροπρόθεσμη ψυχολογική υποστήριξη των παρένθετων μητέρων — όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά για τουλάχιστον δύο χρόνια μετά τον τοκετό. Η έρευνα έρχεται να συμπληρώσει προηγούμενα πορίσματα της ίδιας ομάδας, που είχαν δείξει ότι οι παρένθετες εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, όπως έντονη αιμορραγία μετά τον τοκετό και προεκλαμψία.
Σχολιάζοντας τη μελέτη, η Δρ Ζέινα Μαχμούντ από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ υπογράμμισε ότι πρέπει να διερευνηθούν οι αιτίες και οι μηχανισμοί πίσω από αυτά τα ψυχολογικά μοτίβα. Παρόλο που οι ερευνητές πιθανολογούν πως η θλίψη από την απομάκρυνση του βρέφους μπορεί να συμβάλει, δεν έγινε άμεση μέτρηση αυτού του παράγοντα. Ωστόσο, συμφώνησε ότι απαιτούνται ισχυρές διαδικασίες ενημέρωσης και συναίνεσης, αλλά και μακροχρόνια υποστήριξη προς τις γυναίκες που επιλέγουν τον ρόλο της παρένθετης μητέρας.
Καθώς η παγκόσμια αγορά της παρένθετης μητρότητας αναμένεται να εκτιναχθεί από 28 δισ. δολάρια το 2025 σε πάνω από 200 δισ. έως το 2034, τα ευρήματα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ψυχική υγεία των παρένθετων πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης.