Το σύντομο βιογραφικό της Σοφίας Κοκοσαλάκη στον κατάλογο της έκθεσης «Πτυχώσεις» που εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς τον Ιούνιο 2004, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής: από το 1999 και για περισσότερες σεζόν οι δημιουργίες της από δέρμα ζέρσεϊ και βελούδο σιφόν είχαν ως έμπνευση τις αρχαίες ελληνικές πτυχώσεις.

Η πρώτη της επίδειξη έγινε τον Φεβρουάριο του 1999.

Το 2001 εργάστηκε ως σχεδιάστρια στην ιταλική εταιρεία δερμάτινων ειδών Ruffo και ως σύμβουλος στον οίκο Fendi.

Το 2002 δημιούργησε μια σειρά για την TopShop’s Unique, στο Λονδίνο, η οποία στη συνέχεια έγινε χορηγός των επιδείξεών της. Το 2001 βραβεύτηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο Μόδας.

Και το διάστημα από το 2003 σχεδιάζει ρούχα για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.

Η παρουσία της στις «Πτυχώσεις» ήταν κάτι περισσότερο από ενδεικτική για τη μελλοντική της πορεία στη μόδα.

Η νέα εκείνο τον καιρό σχεδιάστρια θα δημιουργούσε το δικό της στίγμα χάρη στον τρόπο που πάνω στην κούκλα ραπτικής δούλεψε τα υλικά της με αφετηρία την αντίθεση του απαλού σιφόν με τα πιο σκληρά υλικά, δέρμα και μέταλλο.

Τα κοστούμια που δημιούργησε για την τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (περίπου 6.000 κοστούμια καθώς και το μπλε φόρεμα της Bjork με τους επικών διαστάσεων κυματισμούς) ήταν η πιο μεγάλη προβολή της σε μια κομβική στιγμή για τη μόδα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

A model presents a creation by Greek designer Sophia Kokosalaki during the Spring/Summer 2006 Ready-to-Wear collections in Paris, 06 October 2005.

AFP PHOTO/PIERRE ANDRIEU

Το γυναικείο σώμα που επιδιώκει τη χάρη και την αίγλη μιας κλασικής αξίας βρήκε στις μοντέρνες πτυχώσεις της ελληνίδας σχεδιάστριας, που είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο, την αντιπρόταση από τη μόδα του 2000 που υποκινούσε την αισθητική πόρνο.

«Οι σχεδιαστές θυμήθηκαν ότι οι πτυχές είναι ένα διαχρονικό στυλ που χαρίζει κομψότητα σε οποιαδήποτε γυναίκα, ανεξάρτητα από την ηλικία της.

Ενα πτυχωτό ρούχο κολακεύει, δεν κολλάει ποτέ στο σώμα και αν δεν το φορτώσεις με διακοσμητικά στοιχεία, δεν γίνεται ποτέ χυδαίο. Ενώ οποιοσδήποτε άλλος τρόπος για να πειραματιστείς με το ύφασμα κοντά στο σώμα κρύβει παγίδες και προδίδει το ταλέντο του σχεδιαστή», εξηγούσε το 2005 στα «ΝΕΑ» η Σοφία Κοκοσαλάκη μιλώντας για τις αναβιώσεις του Greek chic και τη συμβολή της στη δημιουργία αυτής της τάσης.

Η ίδια μέσα από τις διαφορετικές ερμηνείες των πτυχώσεων που παρουσίαζε κάθε νέα σεζόν στις συλλογές της ήταν από τους πρώτους δημιουργούς που επανέφεραν αυτή την εικόνα της γυναικείας χάρης στη μόδα, πείθοντας και άλλους σύγχρονους σχεδιαστές να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους με ένα κομμάτι ύφασμα.

ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ, ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

Η Σοφία Κοκοσαλάκη υπήρξε ένα από τα ονόματα των νέων ντιζάινερ στα οποία αναφερόταν ο περίγυρος της μόδας των αρχών της νέας χιλιετίας του 2000.

Μετά τις σπουδές της στο Central Saint Martin’s εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο για να ζήσει τη μετάβαση της μόδας από περίκλειστο σύστημα λίγων εκλεκτών και φανατικών της ένδυσης σε κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.

Και σε αυτόν τον παγκόσμιο χάρτη όπου τα κέντρα της μόδας, δηλαδή οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις Μιλάνο, Παρίσι, Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, απορροφούσαν ή και αφομοίωναν το ταλέντο ενθουσιασμένων δημιουργικών ανθρώπων, εκείνη έδειξε με την αυθεντικότητα της δουλειάς της ότι μπορούσε να ξεχωρίσει από τον συρμό. Και τα κατάφερε, παρά τη σύντομη ζωή της.

Οι επιμελητές της έκθεσης «Είσαι ό,τι φοράς» Μαρία Μαραγκού, Μαρία Παναγίδου, Σταύρος Καβαλλάρης θέτουν το πλαίσιο για τον τίτλο της έκθεσης αναζητώντας την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη και τη μόδα μέσα από τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, μέσα από τα έργα τριάντα καλλιτεχνών και σχεδιαστών, Ελλήνων και ξένων. Και στο επιμελητικό τους κείμενο επισημαίνουν ότι «χρόνια τώρα, η μόδα έχει απολέσει τις βασικές της αξίες και απλά μεταμορφώνεται σε βιομηχανία ενδύματος fast fashion.

Ο παλιός συγκερασμός αισθητικής, έρευνας, δημιουργικότητας και ιδεολογίας έχει αντικατασταθεί από όρους marketing και επιπέδου βιομηχανίας, που απλά ωθούν το κοινό στην υπερκατανάλωση προκειμένου να υπερασπίσει τη δική της υπερπαραγωγή χωρίς καμιά ένδεια βιωσιμότητας».

Με εργαλεία τους την υπερβολική χρήση λογοτύπων και φορτωμένο στάιλινγκ, όπως παρατηρούν, «οι περισσότεροι οίκοι στοχεύουν στον εντυπωσιασμό και στην κοινωνική διαστρωμάτωση, ξεχνώντας ότι, στις μέρες μας, η μόδα δημιουργείται στον δρόμο ως έκφραση της κοινωνίας τη δεδομένη χρονική στιγμή, ως αντιπερισπασμός στη φασιστική εκμετάλλευση των οίκων και των influencers».

Για την ιστορικό τέχνης Μέτυ Τσουκάτου, «η Σοφία Κοκοσαλάκη υπήρξε μια διεθνής χαρισματική Ελληνίδα που αξιοποίησε την πολιτισμική της ταυτότητα ως πεδίο δημιουργικής διερεύνησης και σύνθεσης.

Αντιμετώπισε το ένδυμα ως φορέα νοήματος, επένδυσε στην τεχνική αρτιότητα, ερεύνησε σε βάθος την υλικότητα και ανέπτυξε την εξαιρετική ικανότητα να συνθέτει ετερόκλητες αναφορές για να δημιουργεί μόδα με σαφή προσανατολισμό και εσωτερική συνοχή. Κάθε συλλογή της αποτελούσε μια ολοκληρωμένη πρόταση, κινούνταν μέσα στον κόσμο και συμμετείχε ενεργά στον διάλογο της εποχής της».

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ POST-PUNK.

Απτές μαρτυρίες αυτής της δημιουργικής διαπραγμάτευσης, τη μεταφέρουν στην έκθεση οι είκοσι τέσσερις δημιουργίες της, κοσμήματα και σχέδια τα οποία παραχωρήθηκαν από τη συλλογή της οικογένειάς της και παρουσιάζονται από σήμερα έως τις 31 Οκτωβρίου.

Το έργο της, σε σύνδεση με την παράδοση και σε μια συνεχή αναζήτηση καταγραφής του παρόντος, απέκτησε χαρακτηριστικά αναγνωρισιμότητας. Για αυτά γράφει η Μέτυ Τσουκάτου στο κείμενό της στον κατάλογο της έκθεσης και αναφέρει: «Η ελληνική πολιτισμική κληρονομιά υπήρξε για τη Σοφία Κοκοσαλάκη σταθερή αναφορά, υπερβαίνοντας πάντα το αναμενόμενο και αποφεύγοντας το φολκλόρ.

Ο μινωικός πολιτισμός, η αρχαία Ελλάδα, η λαϊκή παράδοση και χειροτεχνία, η Κρήτη – τόπος καταγωγής, παιδικών βιωμάτων και καλοκαιρινών επιστροφών – αποτέλεσαν υλικό φορτισμένο με μνήμη και συναίσθημα, που τροφοδότησε τον σχεδιαστικό της κόσμο.

Οι αρχαιοελληνικές πτυχώσεις, η κομποδετική, η Θέα των Οφεων, η βυζαντινή εικονογραφία, τα ελληνικά κεντήματα συνδυάζονταν με επιρροές από την αστική ζωή, τη street κουλτούρα, την αισθητική της new wave και της post-punk μουσικής σκηνής.

Το αποτέλεσμα ήταν ρούχα με ένταση, χαρακτήρα και νεωτερισμό – μια προσωπική, μινιμαλιστική εκδοχή του “ελληνικού”, απολύτως συντονισμένη με τον ρυθμό του παρόντος.

Σταδιακά τελειοποιεί τα χαρακτηριστικά της μοτίβα και εδραιώνει μια υπογραφή όπου η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κατασκευής συνδυάζεται με μια αίσθηση αβίαστης απλότητας. Αυτή η αρχή, σε συνδυασμό με την ενισχυμένη αυτοπεποίθησή της στην εκτέλεση και την ικανότητα να δημιουργεί αντικείμενα με αίσθηση αρχαιότητας αλλά και απόλυτα σύγχρονη ζωντάνια, θα χαρακτηρίσουν και τις πιο πρόσφατες δουλειές που έφεραν την υπογραφή της, τη σειρά μοντέρνων νυφικών και τις συλλογές κοσμημάτων της».