Η ζωή της Κάρλα Σοφία Γκασκόν θα μπορούσε να γίνει ταινία. Γεννήθηκε αγόρι πριν από 53 χρόνια στην Ισπανία. Στην εφηβεία της γνώρισε σε ένα κλαμπ τη Μαρίσα Γκουτέρες. Ο έρωτας μεταξύ του αγοριού που ήταν ακόμη η Κάρλα και του κοριτσιού ήταν κεραυνοβόλος και έγιναν αμέσως ζευγάρι. Στα 25 τους παντρεύτηκαν και από τότε είναι μαζί. Εν τω μεταξύ, μετακόμισαν στο Μεξικό, όπου η Γκασκόν έκανε καριέρα ως άντρας ηθοποιός παίζοντας κυρίως σε σαπουνόπερες. Το 2018 αποφάσισε να κάνει φυλομετάβαση και σε όλη τη διαδικασία είχε κοντά της τη σύζυγό της και την κόρη που είχαν αποκτήσει. Αυτό, από μόνο του, είναι σενάριο, και μάλιστα εντός πλαισίου σύγχρονων αναζητήσεων περί συμπερίληψης που ανατρέπουν στερεότυπα άλλων εποχών.

Στη συνέχεια, η Γκασκόν επιλέγεται από τον σκηνοθέτη Ζακ Οντιάρ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Emilia Perez». Πρόκειται για την ιστορία ενός σκληρού βαρόνου ναρκωτικών στο Μεξικό που με τη βοήθεια της δικηγόρου του (την υποδύεται η Ζόι Σαλντάνα) αποφασίζει να σκηνοθετήσει τον θάνατό του και να κάνει επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Και ως γυναίκα πλέον επιστρέφει στη σύζυγό του (Σελίν Γκομέζ) και στα δύο τους παιδιά, υποδυόμενη ότι είναι κάποια θεία τους. Η ταινία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, η Γκασκόν γίνεται η πρώτη ανοιχτά τρανσέξουαλ ηθοποιός που κερδίζει Χρυσή Σφαίρα. Και επίσης η πρώτη τρανσέξουαλ που προτείνεται για Οσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Η υποψηφιότητά της (και η ιστορική πρωτιά της) θεωρείται μια απάντηση («τάπωμα» να το πω καλύτερα;) στην αντιwoke πολιτική του Τραμπ που, ούτως ή άλλως, έχει σύσσωμο το Χόλιγουντ απέναντί του. Η Γκασκόν μάλιστα δέχεται υβριστικά σχόλια, ρητορική μίσους, ακόμη και απειλές εναντίον της ζωής της. Και ως εδώ, όλα καλά.

Τα άσχημα αρχίζουν όταν κάποιοι ανακαλύπτουν παλαιότερες αναρτήσεις της ηθοποιού για το Ισλάμ και τον Τζορτζ Φλόιντ. Το θετικό και υποστηρικτικό για την τρανς ηθοποιό κλίμα έρχεται τούμπα. Το Netflix την εξαφανίζει – και ως όνομα και ως πρόσωπο – απ’ όλο το διαφημιστικό υλικό και έτσι βλέπουμε, για πρώτη φορά στα χρονικά, να μην υπάρχει πουθενά η ηθοποιός που παίζει τον ρόλο ο οποίος είναι και ο τίτλος της ταινίας. Δεν της καλύπτουν τα έξοδα για τις εκδηλώσεις προώθησης, ο σκηνοθέτης τη βρίζει, θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα κερδίσει το Οσκαρ, παίζει να της αποσύρουν και την υποψηφιότητα ή να μην της επιτρέψουν να παρευρεθεί.

Τα απρόοπτα Βατερλώ μιας νοοτροπίας που κρίνει οριζόντια και ισοπεδωτικά και που, στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται να μπουρδουκλώνει τα πόδια της. Ακόμη και αν δεν επηρέασε (που, προσωπικά, δεν το πιστεύω) τη Χρυσή Σφαίρα και την υποψηφιότητά της, το γεγονός ότι είναι τρανς σίγουρα λειτούργησε θετικά για τη διαφήμιση και την προώθηση της ταινίας. Απομειώνοντας έτσι το καλλιτεχνικό της εκτόπισμα. Και τώρα ο αποκλεισμός της το κάνει ακόμη χειρότερο, απομακρύνοντας τα βραβεία ακόμη περισσότερο από το καλλιτεχνικό επίκεντρο που θα έπρεπε να έχουν. Και δημιουργεί υποψίες για κατασκευασμένα «άλλοθι» που απομακρύνουν ή επιβάλλουν έναν καλλιτέχνη στο προσκήνιο, ασχέτως της καλλιτεχνικής του αξίας. Τέτοιους «κατασκευαστές» στην Ελλάδα τούς ξέρουμε (και ένα πουλάκι μού λέει ότι θα τους γνωρίσουμε ακόμη καλύτερα ύστερα από την ανακοίνωση του ονόματος που θα καλύψει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο). Για το Χόλιγουντ, πάλι, δεν έχω ιδέα. Αλλά, τέλος πάντων, ας βγάλουν ένα μενού συμπερίληψης με «ορεκτικά» και «κυρίως» για να ξέρουμε τι να παραγγείλουμε.

Ασπρόμαυρο χρώμα

Αντιδράσεις, σου λέει, και για τον επιχρωματισμό των παλιών ελληνικών ταινιών. Και γιατί δεν τις αφήνουν όπως είναι, κι εμείς ασπρόμαυρες τις μάθαμε και άλλα τέτοια. Δεν θα συμφωνήσω. Οχι μόνο διότι έτσι γίνονται πιο «φιλικές» και σε νεότερα κοινά, αλλά γιατί επειδή αυτές οι ασπρόμαυρες ταινίες πάντα είχαν χρώμα. Το χρώμα που τους έδινε η φαντασία ενός κοινού που, εκείνα τα χρόνια, τις έβλεπε ως διέξοδο στο όνειρο. Και που αγάπησε κάποτε κάποια ασπρόμαυρα «Κίτρινα γάντια».