Πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες είχαμε βρεθεί με τη γιατρό σύζυγό μου στη Ρόδο με την ευκαιρία ενός ιατρικού συνεδρίου. Ενα βράδυ βολτάραμε στην Παλιά Πόλη, βρεθήκαμε έξω από ένα τουρκικό κτίριο, μια βιβλιοθήκη – μουσείο. Εξω, ξαπλωμένος σε μια πράσινη σεζλόνγκ, ένας μουσουλμάνος γέροντας. Του ζητήσαμε να μπούμε να τη δούμε. «Εχουν σταλεί όλες οι παλιές γραφές στην Κωνσταντινούπολη», μας είπε, «για να φροντιστούν και να διατηρηθούν. Ξέρετε, το νησί μας στην ιστορία του είχε άλλους κατακτητές κάθε τόσο. Ηταν οι Πελασγοί, μετά οι Ελληνες, μετά οι Ρωμαίοι, μετά οι Βυζαντινοί, μετά εμείς οι Τούρκοι, μετά οι Ιταλοί, μετά εσείς πάλι. Ποιος ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον, έστω κι αργά. Κανείς δεν νοιάστηκε για τα βιβλία των άλλων».

Μου ήρθε η σκέψη αυτή όταν φέτος το καλοκαίρι ένιωσα μια βαθιά λύπη, έναν πόνο για την περιφρόνηση από τις Αρχές εδώ και πολλές δεκαετίες για την πατρίδα μου, την Τήνο. Περίπου για μία χιλιετία ανήκε στο Βυζάντιο. Κι αμέσως μετά ακολουθούν οι Βενετσιάνοι, περίπου μισή χιλιετία, πέντε αιώνες. Με τα έργα τους σφράγισαν τη μορφή και τον χαρακτήρα του νησιού. Σχεδόν οι μισοί νησιώτες, ειδικά στο πιο γόνιμο εσωτερικό της, έγιναν καθολικοί. Οι περισσότεροι περιστερεώνες οικοδομήθηκαν τότε, άρχισαν να παράγουν μετάξι και να εκτρέφουν περιστέρια για διατροφή. Κάτι παρόμοιο έγινε με τους ανεμόμυλους στο «νησί των ανέμων», και ιδιαίτερα του βοριά. Και οι όμορφες καθολικές εκκλησίες. Δύο πράγματα όμως μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση.

Το πρώτο ήταν το λιμάνι του Σταυρού. Παιδάκι, πηγαίναμε εκεί κυρίως για μπάνιο. Η θάλασσα ήταν λιγότερο επικίνδυνη στα μελτέμια, γιατί είχε χτιστεί ένας πολύ εκτεταμένος σε μήκος λιμενοβραχίονας, 300 ή 400 μέτρα, ο οποίος είχε στη δεξιά του πλευρά έναν τοίχο από πέτρες ύψους πάνω από δύο μέτρα για να μπορεί να σπάει παντοδύναμους ανέμους. Μέσα από το νερό προέβαλλαν μικρές κτιστές νησίδες με πέτρες και έναν μαρμάρινο στύλο στη μέση για να δένουν τα βενετσιάνικα καΐκια. Κάτω από την εκκλησούλα είχε ανοίξει ένα μικρό εστιατοράκι, νομίζω ενός απλού ψαρά, τρώγαμε τα πιτσιρίκια πατάτες κι αθερίνα τηγανητή, ντοματοσαλάτα και κρεμμύδι. Ενας παράδεισος. Μια φορά, κάπως αργότερα, πάμε με τη σύζυγό μου στον Σταυρό. Εκεί, μάγειρος ήταν ένας παιδικός φίλος, γιος ψαρά. Μας λέει «ελάτε μαζί μου στον λιμενοβραχίονα». Κρατάει μια παστή ρέγγα. Κοιτάζει στον ουρανό και φωνάζει «Ζοζέφ». Και κατεβαίνει στο χέρι του ο ιπτάμενος πιστός κουτσός γλάρος φίλος του για να φάει το παστό ψάρι του που έκλεψε από το μαγαζί του.

Το δεύτερο ήταν στην εφηβεία μου. Ηταν η εποχή που άρχιζε ο τουρισμός των ευρωπαίων επισκεπτών, και ιδιαίτερα Βελγίδων της τελευταίας τάξης του Λυκείου. Τρεις τέσσερις από μας, με αγγλικά ή γαλλικά, τις πλησιάζαμε, τις πηγαίναμε από ‘δώ κι από ‘κεί. Κάποια φορά τις πήραμε με έναν φίλο ντόπιο που οδηγούσε ένα μεγάλο τρακτέρ του πατέρα του και ανεβήκαμε ένα βράδυ στον τεράστιο λίθινο βράχο που κυριαρχούσε στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τήνου, πολύ πάνω από τη Χώρα και τα χωριά. Ανεβήκαμε το κακοτράχαλο δρομάκι. Φτάσαμε στην κορυφή και τα χάσαμε: το μισό Αιγαίο μπροστά μας, μέχρι τις ακτές της δυτικής παραλίας της Τουρκίας αχνά. Εκεί ήταν χτισμένη η κεντρική πολεμική εστία των Βενετών. Κυμάτιζε κάποτε η βενετσιάνικη σημαία με τον χρυσό λέοντα. Τα περισσότερα επώνυμά μας έχουν βενετσιάνικη προέλευση. Η πόλη αυτή καταστράφηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Τούρκους, που με δύο εκστρατείες την κατέλυσαν και κατέλαβαν το νησί. Ομως ήταν πανέμορφη. Και υπάρχουν πολλές γκραβούρες στη Βενετία που, παρά τις μικρές διαφορές, αποδίδουν την εικόνα μιας γλυκιάς μεσαιωνικής πόλης.

Τι γίνεται με αυτές τις δύο βενετσιάνικες φανταστικές εστίες; Το τείχος του Σταυρού έχει σχεδόν καταρρεύσει. Η κάποτε τηνιακή πρωτεύουσα, το Ξώμπουργο, έχει γίνει σκέτες πέτρες, σχεδόν τίποτε άλλο, μία μόνο καθολική, πολύ νεότερη εκκλησία είναι στη μοναξιά της. Από όνειρο γίνονται εφιάλτες. Η Τήνος κακοποιείται με τρόπο ασύδοτο και κερδοσκοπικό. Μια τουριστική γη με χαρακτήρα ασύδοτης business. Νέα σπίτια που δεν ενσωματώνονται στο χρώμα και στον χαρακτήρα του τοπίου, παντού. Καημένο, αγαπημένο, γλυκό, πανέμορφο κάποτε νησί. Αδιαφορία από το κράτος, από την περιφέρεια, από τοπικούς οργανισμούς. Ακόμα κι από τα πλούσια οικονομικά της εκκλησίας της Μεγαλόχαρης – πίσω από τα διαμάντια που την αποκρύπτουν, η Μεγαλόχαρη θα κλαίει. Αχ, ο Σταυρός και ο χρυσός λέων πώς έτσι εγκληματικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή…