Πριν από λίγα χρόνια είχα ρωτήσει έναν (προσφάτως τότε) πρώην πρωθυπουργό γιατί αποφεύγει να τοποθετείται δημοσίως, ακόμη και για σοβαρά ζητήματα.

– Το πρόβλημα δεν είναι αν μιλάς, ούτε καν τι λες, αλλά αν σε ακούν, μου απάντησε.

Δυστυχώς δεν τον είχα θυμηθεί πριν ο Αλ. Τσίπρας αποφασίσει να βγει στην πρώτη γραμμή εναντίον του Στέφ. Κασσελάκη.

Αλλά αποδείχτηκε ότι ο παλιός (πρώην) είναι αλλιώς και είχε δίκιο.

Το πρόβλημα του Τσίπρα λοιπόν δεν ήταν ότι μίλησε και τι είπε. Ηταν ότι δεν τον άκουσαν ούτε στο κόμμα του.

Καταφανώς η μεγάλη πλειοψηφία συντάχθηκε με τον σημερινό αρχηγό. Και απέτρεψε μια (όπως όλοι τουλάχιστον το καταλάβαμε) κακόγουστη επιχείρηση ανατροπής του.

Κοινώς, ο Τσίπρας πήγε αδιάβαστος. Η παρέμβασή του προσπεράστηκε μάλλον ανώδυνα.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είχε απαραιτήτως άδικο, προς Θεού. Σημαίνει όμως ότι το ακροατήριο στο οποίο απευθύνθηκε δεν έδειξε ενδιαφέρον για εκείνα που άκουσε.

Πολλοί λόγοι θα μπορούσαν να εξηγήσουν την αδιαφορία αυτή. Η παρέμβαση ήταν άκαιρη (δύο ώρες πριν ξεκινήσει το Συνέδριο!), γενικόλογη «εναντίον όλων» και καθόλου αυτοκριτική.

Προφανώς ο επί 15 χρόνια πρόεδρος του κόμματος δεν γίνεται να παρεμβαίνει σε στυλ σχολιαστή τηλεοπτικού δελτίου. Ούτε να απουσιάζει όταν παρεμβαίνει.

Ειδεμή το ακροατήριο καταλήγει εύκολα σε ένα «άσε μας κι εσύ τώρα!». Αυτό περίπου που είπαν στον Τσίπρα οι σύντροφοί του.

Ακόμη περισσότερο που δεν ήταν προφανής η σκοπιμότητα της παρέμβασης.

* Ηθελε απλώς να υποδείξει στον διάδοχό του έναν άλλο δρόμο; Να επιβληθεί κάπως σαν καθοδηγητής του;

* Ηθελε μήπως να στρώσει τον δρόμο για μια δική του επιστροφή; Αλλά τότε γιατί έφυγε; Μετάνιωσε;

* Ή ήθελε κάτι άλλο που δεν καταφέραμε να αποκρυπτογραφήσουμε;

Αγνωστες λοιπόν οι βουλές του Κυρίου. Αλλά τα μπερδεμένα πράγματα σπανίως αποδίδουν στην πολιτική. Ο,τι κι αν επεδίωκε ο Τσίπρας, καταφανώς δεν το πέτυχε.

Και δεν το πέτυχε για έναν προφανή λόγο: κανείς αρχηγός δεν είναι διατεθειμένος να μοιραστεί την αρχηγία με τον προκάτοχό του, όσο σημαντικός κι αν έχει υπάρξει.

Ρωτήστε και τον Ιντεν με τον Τσόρτσιλ ή τον Πομπιντού με τον Ντε Γκολ.

Ακόμη περισσότερο που ο Τσίπρας δεν είναι Τσόρτσιλ, ούτε Ντε Γκολ, και το άστρο του έχει ταλαιπωρηθεί πολύ πριν εμφανιστεί ο Κασσελάκης στο προσκήνιο.

Να θυμίσω πως ήδη από το 2016-17 ο Τσίπρας υπολειπόταν σταθερά του Μητσοτάκη σε όλα τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των μετρήσεων.

Μετά τις εκλογές του 2019 η υστέρηση έναντι του σημερινού Πρωθυπουργού διευρύνθηκε σημαντικά και ξεπέρασε τις 20-25 μονάδες.

Στην πραγματικότητα την τελευταία πενταετία ουδέποτε ο Τσίπρας υπήρξε «αντίπαλο δέος» του Μητσοτάκη όπως ήθελαν να διατυμπανίζουν διάφοροι φίλοι του.

Και οι διπλές εκλογές του 2023 απλώς το επιβεβαίωσαν. Η αποχώρηση Τσίπρα ήταν το λογικό απότοκο αυτής της ανισομέρειας, όχι η δημιουργός της.

Θα μπορέσει ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να ανοικοδομήσει κάποια στιγμή ένα ηγετικό προφίλ; Δεν το γνωρίζω. Αλλά δεν το γνωρίζει και κανείς άλλος. Κι άλλωστε δεν βρισκόμαστε εκεί σήμερα.

Θα καταθέσω πάντως μια απλή ιστορική παρατήρηση.

Σε όλο τον 20ό αιώνα μόνο δύο πρόσωπα κατάφεραν να πρωταγωνιστήσουν, να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν πρωταγωνιστές στην ελληνική πολιτική. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Ο Βενιζέλος αποχώρησε το 1920 και ξανά το 1923 για να επιστρέψει το 1928.

Ο Καραμανλής αποχώρησε το 1963 για να επιτρέψει το 1974.

Της επιστροφής του ενός προηγήθηκε η Μικρασιατική Καταστροφή. Της επιστροφής του άλλου η δικτατορία και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μακριά λοιπόν από εμάς.

Στην περίπτωση Τσίπρα έχουμε μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα.

Ηδη από το 2014, πολιτεύτηκε με μια αίσθηση προσωπικής κι ίσως χαρισματικής υπεροχής. Μια υπεροχή που μπορεί να λειτούργησε έως ένα σημείο το διάστημα 2014-16 αλλά (όπως είδαμε) περιορίστηκε σταθερά κι εντυπωσιακά στη συνέχεια.

Δεν ξέρω για ποιον λόγο ελλείψει πραγματικής υπεροχής και αντικειμενικών προσόντων επέμεινε στην καλλιέργεια μιας αίσθησης αντί να αλλάξει ρεπερτόριο.

Υποθέτω του άρεσε ή τον κολάκευε. Είναι βέβαιο όμως πως δεν του έκανε καλό απέναντι στον Μητσοτάκη, τον οποίο έδειχνε αναίτια να υποτιμά και να προκαλεί σε αυτάρεσκες μονομαχίες στη Βουλή ή την τηλεόραση.

Τελικά το πλήρωσε. Κι ας εκστασιάζονταν διάφοροι οπαδοί ή φίλοι με τον «χαρισματικό Αλέξη». Αποδείχτηκε ένας θαυμασμός περιορισμένου βεληνεκούς και αυστηρά εσωκομματικής κατανάλωσης, άνευ σημασίας.

Είναι νωρίς να πούμε αν το σενάριο της εικαζόμενης υπεροχής ανασύρθηκε και στην περίπτωση του Κασσελάκη. Πάντως, δεν λειτούργησε ούτε τώρα.

Το ερώτημα όμως δεν είναι αν υπάρχει Τσίπρας ή ποιος Τσίπρας αλλά αν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ.

«Κανείς δεν έχει λευκή επιταγή. Ολοι θα κριθούμε στις ευρωεκλογές» προειδοποίησε σχεδόν απειλητικά ο Πολάκης (ανάρτηση 25/2).

Ωραία ιδέα. Μόνο που όλοι τους και ο Τσίπρας και ο Πολάκης (πλην Κασσελάκη για να είμαι ειλικρινής…) έχουν ήδη κριθεί πεντέξι φορές από το 2019 με τα γνωστά αποτελέσματα. Κρίθηκαν μεν αλλά παραμένουν κριτές. Ποιο κόμμα το αντέχει αυτό;

Δεν είμαι καθόλου συνωμοσιολόγος, το αντίθετο θα έλεγα. Σε σημείο πως αν γίνει όντως μια συνωμοσία φοβάμαι πως δεν θα την πάρω χαμπάρι.

Αντιμετώπισα λοιπόν με μεγάλη επιφύλαξη ή δεν πίστεψα όσα ειπώθηκαν για τον Κασσελάκη που (υποτίθεται) κάποιοι «φύτεψαν» στον ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως κι ο ίδιος ο Τσίπρας.

Αλλά πλέον φύγαμε από εκεί. Καλώς ή κακώς, ο Κασσελάκης είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αντιθέτως υπάρχει το ερώτημα τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Και περιμένω απαντήσεις.