Η μοίρα το έφερε έτσι, ώστε δυο τραγικές επέτειοι να πέφτουν τις ίδιες μέρες. Και να μας θυμίζουν αμφότερες τη μοίρα μας.

Δυο χρόνια πολέμου στην Ουκρανία κι ο κόσμος δεν άλλαξε, μονάχα η δημοκρατία τρεμοπαίζει. Πέρα από το ασύλληπτο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και σε καταστροφές τόπων και ψυχών, οι εξελίξεις μοιάζουν να δικαιώνουν τους πιο απαισιόδοξους. Η Ρωσία, μετά το αρχικό σοκ μπροστά σε μια αντίσταση, της Ουκρανίας και της διεθνούς κοινότητας, που δεν περίμενε, αντεπιτέθηκε και στο πεδίο των μαχών και στη μάχη κυριαρχίας. Βρήκε τρόπο, με τη βοήθεια κρατών όπως η Κίνα και η Τουρκία, να ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό τις κυρώσεις. Εκμεταλλεύτηκε τον αυταρχισμό της για να ρίξει στη μηχανή του κιμά υπερδεκαπλάσιους στρατιώτες από την αντίπαλό της και να σπρώξει αμέτρητους πόρους στην πολεμική παραγωγή. Πήρε σταδιακά με το μέρος της, σιωπηρά στην αρχή, σχεδόν ανοικτά τώρα που φαίνεται να «γυρνάει το παιχνίδι», τον λεγόμενο «Παγκόσμιο Νότο», χώρες που δεν ανήκουν στη Δύση και που, με αφορμή αυτόν τον πόλεμο, αποφάσισαν να σταθούν απέναντι στη Δύση. Μια Δύση που, προς τιμήν της, δεν έχει σταματήσει να στηρίζει την Ουκρανία – με απόγειο την πρόσδοση καθεστώτος υπό ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση –, αλλά εντός της οποίας και οι δυο βασικοί πόλοι – Ευρώπη και ΗΠΑ – είναι όλο και πιο εύθραυστοι, ενώ οι κοινωνίες τους οδηγούνται σε μια μακάβρια, αλλά όχι παράλογη, αποστασιοποίηση. Ο χρόνος λειτουργεί ως αντίπαλος και της Ουκρανίας και της δημοκρατίας και από εδώ και εμπρός θα οδηγεί όλο και πιο πιεστικά σε μια «αξιοπρεπή» υποχώρηση και των δυο.

Αλλά και από τα Τέμπη δεν διδάχτηκε τίποτα η Ελλάδα, μόνο φτώχυνε. Η πληγή χαίνουσα, η κάθαρση απούσα. Σιδηροδρομικές υποδομές και οργάνωση στο ίδιο αν όχι σε χειρότερο σημείο: δεν υπάρχει πιο εύγλωττη αλλά και πιο συντριπτική απόδειξη για το πόσο το κράτος σέβεται τα θύματα και τον εαυτό του από τη διαπίστωση των ειδικών ότι το σιδηροδρομικό δίκτυο παραμένει εξίσου επικίνδυνο έναν χρόνο μετά τα Τέμπη. Ακόμα λιγότερο σεβασμό και διάθεση αυτογνωσίας αποπνέει ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε να χυθεί φως στην υπόθεση: δεν υποστηρίζω ότι για την τραγωδία φταίει κυρίως η κυβέρνηση, αλλά για τη μεσοβέζικη, αποσπασματική και τελικά με αίσθηση συγκάλυψης διερεύνηση η ευθύνη είναι μόνο κυβερνητική. Αδικαιολόγητες και πάντως ανάξιες των περιστάσεων επιλογές είναι ο περιορισμός της κοινοβουλευτικής διαδικασίας σε Εξεταστική Επιτροπή, η βιαστική εκτύλιξη και η πρόωρη περαίωση των εργασιών της Επιτροπής, ο παραμερισμός πολλών στοιχείων και μαρτύρων, η μη λήψη υπόψη πορισμάτων της εισαγγελικής έρευνας, των αρμόδιων ευρωπαϊκών Αρχών και ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων. Μένουν έτσι πολλά ερωτηματικά γύρω από τις συνθήκες του δυστυχήματος που, όχι αδικαιολόγητα, τροφοδοτούν υπόνοιες για τους πολιτικούς χειρισμούς. Γιατί άραγε έπρεπε να σπεύσει η Εξεταστική να αποκλείσει ευθύνες πολιτικών προσώπων και διοικητικών παραγόντων, όταν για τέτοιες ευθύνες κάνει λόγο ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας; (πάλι μας κυνηγάει η Ευρώπη και ξανά υπερβάλλουμε όλοι οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων;) Γιατί συζητούμε για τους χρόνους και τον τρόπο της δικαστικής διερεύνησης και πώς είναι δυνατό εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας να επικαλούνται προσφυγή στα θεία αντί για πίστη στη δικαιοσύνη; Προς τα πού βαδίζει μια κοινωνία στην οποία και το πένθος ακόμη δίνει αφορμή για διχασμό;