Οι αφηγήσεις του για τον γενέθλιο τόπο της Κω και τον μουσικό πολιτισμό της συναγωνίζονταν ίσως μόνο εκείνες για την απόδοση στίχων της «Οδύσσειας». Και στο στέκι της Πανόρμου, όπου συνήθως καλούσε τον συνομιλητή του, ή στη θερινή Αίγλη εξιστορούσε με τις ώρες επεισόδια από διαφορετικές όψεις της διαδρομής του: από τη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, τις ηχογραφήσεις στον πατριαρχικό ναό της Κωνσταντινούπολης, τα φροντιστήρια Χατζηγιακουμή, απ’ όπου πέρασαν γενιές μαθητών πριν δώσουν Πανελλαδικές Εξετάσεις, και φυσικά από τη μετάφραση της Ομήρου «Οδύσσειας», η οποία κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις ΚΕΡΕ (Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων).

Ο νεοελληνιστής και κλασικός φιλόλογος Μανόλης Χατζηγιακουμής, που έφυγε από τη ζωή στις 25 Φεβρουαρίου, υπήρξε για πολλούς μαθητές, φοιτητές, πολιτικούς και καθημερινούς συνομιλητές του ο «δάσκαλος». Και αυτή την ιδιότητα επικαλούνταν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Ισως επειδή και ο ίδιος ανέπτυξε από νωρίς – στη μεταπολεμική Ελλάδα – τη φιλοπεριέργεια του μαθητή που γίνεται κίνητρο και τη μεθοδικότητα του ερευνητή.

Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, όπου ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές εκπονώντας τη διδακτορική διατριβή «Νεοελληνικές πηγές του Σολωμού». Η έρευνά της μάλιστα στηρίχθηκε στα «Αυτόγραφα», δηλαδή τα ίδια τα χειρόγραφα του Σολωμού που είχαν δημοσιευθεί μόλις τότε, το 1964, φωτοτυπικά από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η θέση του στη διατριβή ήταν πως ο Σολωμός είχε μελετήσει και χρησιμοποιήσει δημιουργικά όλη τη μέχρι τότε εθνική λαϊκή λογοτεχνία, πολύ πριν αυτή αναγνωριστεί και ενταχθεί στην επίσημη γραμματεία, παλαιά μεσαιωνικά κείμενα – όπως ο «Διγενής Ακρίτας» –, την κρητική λογοτεχνία, κυρίως τον «Ερωτόκριτο», και φυσικά τη δημοτική ποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η σχολή αποφάσισε να τυπώσει η ίδια τη διατριβή – γινόταν για πρώτη φορά – από το κληροδότημα Σοφίας Σαριπόλου.

Εκκλησιαστική μουσική

Το 1970 ακολουθεί η μελέτη του για τον Κωστή Παλαμά ως κριτικό του Σολωμού (όπου υποδεικνύεται η αμηχανία του πρώτου μπροστά στην ελλειπτικότητα του σολωμικού λυρικού στοχασμού), καθώς και τα «Μεσαιωνικά δημώδη κείμενα». Την ίδια χρονιά είναι που ξεκινάει να μελετά συστηματικά χειρόγραφα της εκκλησιαστικής μουσικής έχοντας πλέον πτυχίο Βυζαντινής Μουσικής, δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου και πτυχίο Ευρωπαϊκής Μουσικής.

Ο πρώτος καρπός των ερευνών του παρουσιάζεται το 1975 με τίτλο «Μουσικά χειρόγραφα Τουρκοκρατίας (1453-1832)». Το 1980 στο πόνημά του «Χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής (1453-1820)» προσφέρει το «Σχεδίασμα ιστορίας» [ως αυτόνομη έκδοση κυκλοφόρησε το 1999 με τίτλο «Η εκκλησιαστική μουσική του Ελληνισμού μετά την Αλωση (1453-1820)», με συνοδευτικό δίσκο βινυλίου, όπου ο άρχων πρωτοψάλτης Θρασύβουλος Στανίτσας ερμηνεύει μέλη που βρίσκονται στο εκδοθέν έργο σε χειρόγραφη μορφή].

Η συνέχεια δίνεται με τις σειρές «Μνημεία εκκλησιαστικής μουσικής», «Σύμμεικτα εκκλησιαστικής μουσικής» και «Αρχείον εκκλησιαστικής μουσικής», τρεις σειρές ηχογραφημάτων (με συνολικά 122 CD), οι οποίες κυκλοφορούν από το μη κερδοσκοπικό Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων (e-kere.gr), που αποτελεί πλέον την παρακαταθήκη του. Από εκεί κυκλοφορεί επίσης ο «Μουσικός θησαυρός της Κω» (12 CD), με ηχογραφήσεις που έκανε ο ίδιος χωριό προς χωριό, σπίτι προς σπίτι με ένα ερασιτεχνικό φορητό μαγνητόφωνο, την περίοδο 1964-1968. Ο ίδιος θυμόταν στα «Πρόσωπα» (15/10/2022) το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα του, το οποίο τραγουδούσε και ο ίδιος από μικρή ηλικία: «Ολες οι παπαρούνες ανθίζουν το πρωί, μα μένα η δική μου ανθίζει αποβραδίς».

Η «Οδύσσεια»

Ξεχωριστό κεφάλαιο στην ύστερη περίοδο της ζωής του ήταν η μετάφραση της ομηρικής «Οδύσσειας», η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο χρονικές περιόδους: κατά την πρώτη (1992-1997) μεταφράστηκαν οι επτά πρώτες ραψωδίες (α-η) και κατά τη δεύτερη (2010-2015) οι υπόλοιπες δεκαεπτά (θ-ω). Ο ίδιος επέμεινε στον εσωτερικό ρυθμό του έπους και αυτό αναδείκνυε σε μία από τις παρατηρήσεις της πολυσέλιδης εισαγωγής του τόμου: «O,τι προέχει στην «Οδύσσεια» (το μεγάλο και κρυμμένο μυστικό της) είναι ο πλούσιος εσωτερικός ήχος και ρυθμός. Ο οποίος παραπέμπει σε μιαν αντίστοιχη μεγάλη προφορική παράδοση και στη μακραίωνη απαγγελτική εκφορά της ραψωδικής περιόδου. Πρόκειται για έναν έμμετρο λόγο εκφωνούμενον από ειδικούς επαγγελματίες, τους ραψωδούς (κάτι ανάλογο με τους σύγχρονους «ποιητάρηδες»), και προορισμένον παράλληλα για ένα ακροαματικό κοινό, το οποίο έπρεπε να διευκολύνεται και, κυρίως, να τέρπεται ακούγοντας».