Κάποτε γκρέμιζε θέατρα. Πριν καν ανοίξει το στόμα του. Με το που εμφανιζόταν στη σκηνή και ατένιζε τον κόσμο με εκείνο το αθώο –το κάπως χαμένο– βλέμμα, ακούγονταν τα πρώτα χάχανα. Εχωνε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, τις ψαχούλευε για εφτά ακριβώς δευτερόλεπτα (μετρούσε από μέσα του αντίστροφα, ο κωμικός πρέπει να είναι ένα ρολόι κουρδισμένο στην εντέλεια), τα έβγαζε, κοιτούσε με οίκτο τις παλάμες του –τι εννοούσε; πως δεν είχε δεκάρα τσακιστή; πώς ήταν πάμπτωχος;– οι θεατές πάντως ξεκαρδίζονταν. Τους πέρναγε έπειτα πριονοκορδέλα. Επί μία ώρα τοΰς πολυβολούσε με ατάκες-βιτριόλι. Με ευτράπελες ιστορίες. Με σχόλια για την πολιτική και την κοινωνική επικαιρότητα. Δύο φορές μέσα στο πρόγραμμά του χαμήλωνε τον ρυθμό, γινόταν εξομολογητικός, δραματικός σχεδόν. Τους έβαζε σε σκέψεις. Τους έκανε να αναρωτιούνται μην έχουν πάρει τη ζωή τους λάθος, μήπως αλλού κρύβεται η ουσία. Δεν τους άφηνε ωστόσο να παραμελαγχολήσουν. Ξανάρχιζε τα αστεία για τους υπουργούς και τις κυρίες τους, για τους διάσημους που παντρεύονται, χωρίζουν, γκαστρώνονται εκβιάζοντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, για τις γεροντομπεμπέκες και τους αρχοντοχωριάτες.

Ο ίδιος ποιος ήταν; Ποιον υποδυόταν δηλαδή; Ηξερε την απάντηση από μικρός. Την είχε βρει στην Απολογία του Σωκράτη. «Εγώ είμαι η μύγα!» δήλωνε. «Ο οίστρος που τσιμπάει την πόλη και τη βγάζει από τον λήθαργό της». Ωραίος τρόπος να συστήνεσαι. Ιδίως εάν κανείς δεν σε ρωτάει «αφού αφυπνίζεις τους ανθρώπους και απειλείς άρα την εξουσία, πώς και δεν σου έχουν κλείσει ακόμα το στόμα;»

Οχι απλώς δεν τον φίμωναν μα και υποκλίνονταν εμπρός στη λαϊκή σοφία του. Ο,τι και να ξεφούρνιζε από σκηνής είτε σε «de profundis» συνεντεύξεις, το έπαιρναν απολύτως στα σοβαρά, το επαναλάμβαναν στις παρέες, το τύπωναν ακόμα-ακόμα σε μπλουζάκια. «Εχει το σπάνιο χάρισμα» είχε γράψει ένας κριτικός «να συνοψίζει την πραγματικότητα σε ελάχιστες λέξεις…».

Οσο και να τον αποθέωναν, ο ίδιος έτρεμε. Μην η μπογιά του ξαφνικά περάσει. Το ίδιο όνειρο έβλεπε και ξανάβλεπε. Πως περπατάει γυμνός μέσα στο πλήθος και κανείς δεν του δίνει την παραμικρή σημασία. Το έκρυβε από όλους, μονάχα στον ψυχοθεραπευτή του το είπε μια φορά κομπιάζοντας. «Είναι το σύνδρομο του απατεώνα! Ταλαιπωρεί όλους τους ευαίσθητους επιτυχημένους καλλιτέχνες» τον καθησύχασε εκείνος.

Ο εφιάλτης του επαληθεύτηκε. Πότε ακριβώς; Πότε άρχισε το κοινό του να αραιώνει; Σε εκείνη την παράσταση, προ εξαετίας, έπαψαν ξαφνικά να σχηματίζονται ουρές έξω από το θέατρο. Το απέδωσε στο ότι τα εισιτήρια πωλούνταν ήδη ηλεκτρονικά, «άμα δεν βρεις στο Διαδίκτυο, δεν θα στηθείς στο ταμείο…». Οταν όμως άρχισε να μετράει άδεια καθίσματα, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ασε που οι θεατές δεν γούσταραν όπως πριν – πόσο καιρό είχε κάποια κυρία να του πει στα καμαρίνια «μπα σε καλό σας, κατουρήθηκα πάνω μου!»;

Αντέδρασε σπασμωδικά. Χόντρυνε τα αστεία του, εκβίαζε το γέλιο. Σε κακό του βγήκε. «Πρέπει να καταλάβει αυτός ο κύριος» του έγραψαν «πως οι καιροί άλλαξαν. Κανείς δεν διασκεδάζει πλέον με τη σωματική ή με την ερωτική ιδιαιτερότητα του άλλου. Το να λοιδορείς τους διαφορετικούς δεν είναι χαριτωμένο. Είναι χυδαίο».

Διαφωνούσε κάθετα. Πίστευε ότι η λεπτή σάτιρα, αλλά και η βάναυση πλάκα, λυτρώνει εκείνους καταρχήν που βάζει στο στόχαστρο. Το είχε τσεκάρει χίλιες φορές. Στα αστεία για το πάχος πρώτοι οι παχείς διασκέδαζαν, ξορκίζοντας την κατάστασή τους. «Η κωμωδία λειτουργεί ομοιοπαθητικά» είχε δηλώσει κάποτε. Ποιος ο λόγος να το επαναλάβει; Σάμπως θα έπειθε;

Η νέα του παράσταση έχει τίτλο «Η Κάτω Βόλτα». Διηγείται τη ζωή του εντελώς ειλικρινά, πριονίζει τις σάρκες του και τις πετάει στον κόσμο. Θα έρθει ωστόσο κόσμος; Ο ξεπεσμένος κωμικός που εμφανίζεται ως τραγικό πρόσωπο – ποιος νοιάζεται να μελαγχολήσει μαζί του; Ισως το αξιοπρεπέστερο θα ήταν να σιγήσει οριστικά. Μα τη σιωπή, αλίμονο, δεν την αντέχει. Τη νιώθει θάνατο.