Στον απόηχο του θανάτου του Ναβάλνι, ερωτηθείς ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εάν προτίθεται για επιβολή νέων κυρώσεων στη Ρωσία απάντησε ότι εξετάζει έναν αριθμό επιλογών. Γιατί δεν ήταν όμως τόσο ξεκάθαρος;

Μπορεί η ΕΕ να ισχυρίζεται ότι οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας κάνουν τη δουλειά τους, αλλά μάλλον δεν φαίνεται να συμφωνούν ακόμα και «γεράκια» στις ΗΠΑ.

Ειδικότερα, ο Χάουρντ Σατζ, οικονομολόγος στην αμερικανική σκέψη RAND, γνωστή για τις αναλύσεις με τις οποίες εφοδιάζει την κατεστημένη αμερικανική εξωτερική πολιτική, θεωρεί ότι οι κυρώσεις δεν έχουν το αποτέλεσμα ονειρεύονταν οι ΗΠΑ.

«Οι κυρώσεις έχουν αποτέλεσμα, αλλά σίγουρα όχι τόσο μεγάλα όσο ελπίζαμε» λέει χαρακτηριστικά.

«Η Ρωσία αναλαμβάνει μια τεράστια αύξηση των δαπανών για να πληρώσει για τον πόλεμό της, με το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού το 2023 να είναι το τρίτο υψηλότερο που καταγράφηκε ποτέ».

Εξηγεί ότι οι κυρώσεις αυτό που έκαναν ήταν να αναγκάσουν τις ρωσικές επιχειρήσεις να στρέφουν τις δραστηριότητες –κάτι που κόστισε σύμφωνα με τον ίδιο- στην Ανατολή, ιδιαίτερα την Κίνα.

Αυτό έχει κάνει της Ρωσία πολύ πιο εξαρτημένη από την Κίνα για αγαθά, χρηματοδότηση και διεθνή υποστήριξη.

Ακόμα όμως και η ανακατεύθυνση των ρωσικών επιχειρήσεων δεν φαίνεται να ήταν και τόσο εξοντωτικά δαπανηρή.

«Μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι η Ρωσία θα μπορούσε τόσο γρήγορα να αντικαταστήσει τόσο μεγάλο μέρος του εμπορίου της με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ε.Ε» σχολιάζει η οικονομική συντάκτρια των New York Times Άννα Σουόνσον. «Αλλά η υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία -ειδικά της Κίνας- είναι αρκετά μεγάλη που η μετατόπιση δεν κράτησε πολύ».

Όπως αναφέρει το αμερικανικό δημοσίευμα, «η Κίνα ήδη παράγει πολλά από αυτά που χρειάζεται η Ρωσία και μπορεί να αγοράσει πολλά από αυτά που πουλάει. Το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Ρωσίας έφτασε σε υψηλό επίπεδο πέρυσι, καθώς οι Ρώσοι στράφηκαν στα κινεζικά αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά και εξαρτήματα όπλων» αναφέρει.

«Η Κίνα έχει αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τον πόνο», δήλωσε ο Eswar Prasad, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ.

Σχετικά με τις κυρώσεις σε πολεμικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας, ο υπεύθυνος του Τομέα Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΕ, Ντέιβιντ Ο’ Σάλιβαν είχε σημειώσει  επίσης στο POLITICO ότι η ΕΕ είχε «μια περιορισμένη επιτυχία, έναν τομέα που είναι απολύτως κρίσιμος για την άμυνα της Ουκρανίας».

Μπορεί οι αμερικανικές κυρώσεις να είχαν γονατίσει –έως έναν βαθμό και πάλι- κράτη όπως Κούβα, Ιράν και Βενεζουέλα, ωστόσο όπως αναφέρεται και στο πρόσφατο ρεπορτάζ των New York Times, η Ρωσία είναι καλύτερα ενσωματωμένη στο παγκόσμιο εμπόριο. «Εξάγει προϊόντα που χρειάζονται άλλες χώρες, όπως χάλυβας και λιπάσματα και εξακολουθεί να παρέχει μεγάλο μέρος της ενέργειας της Ευρώπης».

Καλύτερο από το τίποτα

Βέβαια, ο Σατζ, διατυπώνει και το ερώτημα από την αντίθετη όψη, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων: Πόσο καλά θα ήταν η Ρωσία αν δεν υπήρχαν κυρώσεις;

Ο Σάλιβαν, στην ίδια γραμμή με τον Σατζ, είχε δηλώσει ότι «οι κυρώσεις είναι ένα είδος αργής παρακέντησης της ρωσικής οικονομίας. Ίσως όχι το σκάσιμο που κάποιοι αρχικά προέβλεπαν, αλλά… ο αέρας φεύγει από το λάστιχο και αργά ή γρήγορα το όχημα δεν θα κινείται».

Ωστόσο, ακόμα και αυτά ακούγονται ελάχιστα πειστικά.

Όπως έχει αποκαλυφθεί τον Ιανουάριο από το Κέντρο Ερευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Centre for Research on Energy and Clean Air – CREA), παρά τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η ΕΕ και η ομάδα G7 στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου, εντούτοις πολύ μεγάλες ποσότητες ρωσικού αργού που εξήχθησαν σε χώρες της ΕΕ ήταν ασφαλισμένες στην ασφαλιστική αγορά του Λονδίνου και συνεπώς νόμιμες.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της CREA τα έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, άνθρακα, φυσικό αέριο) ανέρχονται σε 579 δισ. ευρώ. Οι ρωσικές εξαγωγές προς την ΕΕ ήταν λίγο πάνω από τα 185 δισ. ευρώ.

Έτσι ο Σατζ έρχεται να διαπιστώσει πως μπορεί «οι κυρώσεις να είναι διάτρητες και η Ρωσία μπορεί να έχει βρει λύσεις, αλλά μια Ρωσία χωρίς κυρώσεις θα ήταν σίγουρα καλύτερη από ό,τι είναι τώρα».

Παρηγοριά στον άρρωστο θα συμπέραινε κανείς, καθώς «ο πόνος που στόχευε τη Ρωσία» τελικά «θα γινόταν αισθητός πολύ πιο πέρα από τα σύνορά της» όπως σχολίασε εύστοχα η Σουόνσον.