«Ενας άντρας επιστρέφει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν, και τον σκοτώνουν». Αυτή ήταν η απάντηση του Τ. Σ. Ελιοτ όταν ερωτήθηκε για την πλοκή του έργου του «Φονικό στην Εκκλησιά» – για τη δολοφονία δηλαδή του αρχιεπισκόπου Τόμας Μπέκετ από ανθρώπους του βασιλιά Ερρίκου ΙΙ, το 1170. Γιατί πηγαίνουν και ξαναπηγαίνουν κάποιοι εκεί όπου ξέρουν ότι τους περιμένει ο θάνατος; Γιατί, ας πούμε, ο Αχιλλέας στην Τροία, ο Μπέκετ στο Κάντερμπερι, ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, ο Ναβάλνι στη Ρωσία – ο Ναβάλνι της εποχής του ΤikTok και της οσκαρικής «Μπάρμπι»; Είναι εμμονικοί; Φανατικοί; Ματαιόδοξοι; Φιλάρεσκοι; Τρελοί;

Ο Ναβάλνι αντιστάθηκε στο Κρεμλίνο με τρόπους που έμοιαζαν αδύνατοι. Φυλακίστηκε, αποφυλακίστηκε, ξαναφυλακίστηκε· δηλητηριάστηκε και επέζησε· προειδοποιήθηκε να μείνει μακριά από το ρωσικό έδαφος· το αγνόησε ξανά και ξανά, και ξαναφυλακίστηκε, κι απομονώθηκε στον «Πολικό Λύκο», το πιο απάνθρωπο παγωμένο γκουλάγκ της Ανταρκτικής. Και δολοφονήθηκε. Ηξερε ότι όλα αυτά θα γίνονταν.

Οπως το ξέραμε κι εμείς, τα βουβά εκατομμύρια που παρακολουθούσαμε. «Το ξέρουμε και δεν το ξέρουμε», γράφει ο Ελιοτ στο «Φονικό»: «Ολα προετοιμάζουν το γεγονός. Περίμενε».

«Ο ήρωας είναι ο άνθρωπος της υποταγής που έχει ο ίδιος επιδιώξει και κερδίσει». (Τζόζεφ Κάμπελ, «Ο Ηρωας με τα Χίλια Πρόσωπα»).

Υποταγή σε τι; Κάποιοι μπορεί να πουν, στο πεπρωμένο του. Αλλοι, στις σιωπές της προσωπικής του απελπισίας. Αλλοι, στον μύθο του: στην ανάπτυξη δηλαδή μιας αιωνιότητας πέρα από το κάδρο της θνητής ύπαρξης. «Η περιπέτεια του ήρωα αντανακλά τη στιγμή εκείνη όπου, ακόμα εν ζωή, βρήκε και άνοιξε τον δρόμο προς το φως πέρα από τους σκοτεινούς τοίχους του δικού μας ζωντανού θανάτου», λέει ο Κάμπελ.

Ο ίδιος ο Ναβάλνι, πάντως, πατούσε στην απόλυτη πραγματικότητα: ήξερε όσο κανένας τη Ρωσία και τους Ρώσους. Μόνο που, γράφει η Μάσα Γκέσεν («The New Yorker», 16/2/24), έβλεπε τους καταδιώκτες του «σαν γελοία κακόγουστα ανθρωπάκια με μικρά εγώ και μεγάλα κότερα. Διαφωνούσαμε χρόνια για την αληθινή φύση του Πούτιν και του καθεστώτος του: έλεγε ότι είναι «άπληστοι κλέφτες κι απατεώνες», ότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να προστατεύουν τις περιουσίες τους, ενώ εγώ του έλεγα ότι είναι καθεστώς δολοφόνων και τρομοκρατών». Και βέβαια αυτό ήταν κι αυτό είναι, κι ο Ναβάλνι σ’ αυτό επέστρεψε. Γιατί; Οταν γράφεις τον δικό σου θάνατο γράφεις και τη δική σου ζωή, όπως εσύ την ορίζεις. Ισως γι’ αυτό.

«Θυμάμαι ότι ο προπάππος μου, ο Νικίτα Χρουστσόφ, παρομοίαζε τη Ρωσία με μια λεκάνη γεμάτη ζυμάρι» (Νίνα Χρούστσεβα, Project Syndicate, 17/2/24): «Βάζεις το χέρι σου βαθιά μέσα, ως τον πάτο, και μόλις το τραβήξεις μένει στην αρχή μια μικρή τρύπα. Αλλ’ αμέσως μετά, μπροστά στα μάτια σου, η τρύπα εξαφανίζεται κι η ζύμη επανέρχεται στην αρχική σπογγώδη, αφράτη μορφή της». Πόσο θα μείνει η τρύπα ανοιχτή, η ματωμένη χαίνουσα πληγή της δολοφονίας του Ναβάλνι; Πόσο θα (αντέξουμε να) τη θυμόμαστε; «Η ανθρωπότητα δεν αντέχει πολλή πραγματικότητα», μας θυμίζει ο Ελιοτ, κι εμείς αισθανόμαστε τόσο ανήμποροι κι απελπισμένοι.

Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να μείνουμε έτσι; «Δεν χρειάζεται να διακινδυνεύσουμε την περιπέτεια μόνοι» μας παρηγορεί (;) ο Κάμπελ, «γιατί οι ήρωες όλων των εποχών προπορεύονται. Ο λαβύρινθος είναι γνωστός, δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε το νήμα της διαδρομής τους. Εκεί όπου νομίζαμε ότι θα ξεκινούσαμε ταξίδια στον έξω κόσμο, θα βρεθούμε στο κέντρο της δικής μας ύπαρξης· εκεί όπου νομίζαμε ότι θα είμαστε μόνοι, θα είμαστε με τον κόσμο όλο».

Η πίστη σε μια θεϊκή αρωγή και κάθαρση είναι για πολλούς δύσκολη, και το ίδιο και σε μια εγκόσμια σωτηρία. Αλλά μπορούμε τουλάχιστον ν’ ακουμπήσουμε στα «κλέα ανδρών» που βλέπουμε μπροστά μας. Στη δόξα δηλαδή των ανθρώπινων ηρώων μας, των φτιαγμένων από τα ίδια υλικά με εμάς. Ο ήρωας είναι ο υπερασπιστής (υπερασπιστής, εννοείται, μέχρι θανάτου) όχι όσων γίνονται αλλά όσων, σε πείσμα της λογικής, μπορούν να γίνουν. Ισως γι’ αυτό.