Οταν μπαίνεις σε μια παράσταση μουσικού θεάτρου που «ξανασυστήνει» το «Σαλό» του Παζολίνι και το σχόλιο του Ντε Σαντ για την «κόσμια διαστροφή» των πεφωτισμένων, προφανώς το σοκ του ρεαλισμού είναι μέρος της εμπειρίας. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο Αρης Μπινιάρης να χρησιμοποιήσει λιμπρέτο ώστε η παράσταση να προσομοιάζει σε όπερα; Ναι, αλλά τότε θα λειαίνονταν οι αιχμές. Θα μπορούσε η μουσική του Τζεφ Βάγκερ – σαν πριόνια που ακονίζουν συνειδήσεις – να είναι περισσότερο υπαινικτική; Ναι, αλλά δεν θα ήταν εξίσου ανησυχαστική.

Το λεπίδι στον λαιμό, το αίμα, τα βγαλμένα σπλάγχνα, τα κόπρανα είναι το κέλυφος και το σχήμα σ’ αυτή την εικονοποιία, που ξεκινά στο ημίφως και τις σκιές. Δεν είναι καν αυτά που αναστατώνουν εξ ολοκλήρου – αλίμονο, ενήλικοι θεατές μπαίνουν στην αίθουσα και γνωρίζουν ότι θα παρακολουθήσουν όλες τις δυνατές συμβάσεις για να απεικονιστεί ο σαδισμός της ισχύος και ο βιασμός της αθωότητας. Εκείνο που καταλήγει πιο σοκαριστικό είναι η κωμική κανονικότητα με την οποία οι μεγαλοσχήμονες – ο Εξοχότατος (Κ. Μπερικόπουλος), ο Υψηλότατος (Ι. Καλετσάνος) και ο Δούκας (Γ. Κότσιφας) – δίνουν τις εντολές. Η αποστροφή μπροστά στο κλάμα ενός κοριτσιού που γνωρίζει ότι πριν από λίγες ώρες δολοφονήθηκε η μητέρα του. Ή η κραυγή «γέλα» του Δούκα στη νεαρή γυναίκα που σβήνει μέσα σε λυγμούς.

Μπορεί η προσομοίωση στον «κύκλο των κοπράνων» να είναι ενοχλητική ως οπτικό ερέθισμα, αλλά η αυθεντική αναστάτωση καταφθάνει όταν ο θεατής συνειδητοποιεί την μπαναλιτέ της επιθυμίας όσων συμμετέχουν. Το ερώτημα είναι του ίδιου του Ντε Σαντ: «Μήπως δεν είναι ευτυχές όσο και επιδέξιο να αμαρτάνει κανείς χωρίς να σκανδαλίζει τον πλησίον του και, πρακτικά, πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το κακό όταν δεν γίνεται γνωστό;».

Κατά τ’ άλλα, γιατί δεν είναι πιο σοκαριστικός ο κόσμος εκτός της αίθουσας; Ενας πόλεμος με χιλιάδες απώλειες, εκτοπισμούς παιδιών και βιασμούς συνεχίζεται εδώ και δύο χρόνια σε ευρωπαϊκό έδαφος (εσχάτως μάλιστα «κουράζει» ακόμη και ως μονόστηλο). Το βαθύ κράτος των συνωμοσιολόγων εκτρέφει τον ανορθολογισμό και βαφτίζει ως εκλεκτό του έναν πρώην αμερικανό πρόεδρο στον δρόμο προς την επανεκλογή. Ενας δικτάτορας απαιτεί από τους υπηκόους του να χαμογελάνε όλοι μαζί όταν εκείνος εμφανίζεται σε δημόσιες εικόνες που μοιάζουν με κορεατικές καρτ ποστάλ. Τι είναι τόσο ανυπόφορο σε μια παράσταση όπου χρησιμοποιούνται σοκολάτα και μπογιές που να μη συγκρίνεται με τη μακάρια «κανονικότητά» μας;

Επιθυμία και παρέκκλιση

Ο Αρης Μπινιάρης «διάβασε» την ταινία του Παζολίνι διατηρώντας τη σύνδεση με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ως καταγωγικά κείμενα που μπορούν να μεταφερθούν από εποχή σε εποχή. Για την εκμετάλλευση του ανθρώπινου σώματος ως επιθυμία και όχι ως παρέκκλιση. Για το ψυχόδραμα της κοινωνίας που παίζεται εκτός των ψυχιατρικών κλινικών. Για τον καταναλωτισμό που καταλήγει «βασίλειο των επιθυμιών», εκεί όπου σκοπός είναι «κάθε μέσο», όπως γαβγίζουν οι τρεις εξουσιαστές. Για τη βία που βρίσκει εύφορο έδαφος εκεί όπου ευδοκιμεί η κοινοτοπία.

Τα εφέ του μεταμοντερνισμού καραδοκούσαν σε όλο το ανέβασμα (ίσως να κέρδισαν σε ορισμένα σημεία, όταν η οικονομία των μέσων και οι υπαινιγμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αίσθηση του επείγοντος). Αλλά ο σκηνοθέτης έστησε ένα ολόδικό του σύμπαν μεταβολίζοντας την προγενέστερη (αντι)μυθολογία και επιχειρώντας να φέρει στην επιφάνεια ακόμη και την ποιητικότητα του κειμένου. Σε αυτό μεταφέρει μία τεχνογνωσία που έχει κατακτήσει ήδη από το «Θείο τραγί» του Σκαρίμπα. Ηταν ευτύχημα ότι τη δική του προβολή ιδεών υπηρέτησαν με τόσο ευκρινείς ερμηνείες οι γνωστοί ηθοποιοί, αλλά και οι ομάδες των νέων, που ανταποκρίθηκαν στη σύμβαση με αξιώσεις.

Στο τέλος αναρωτιέσαι με ποιον τρόπο θα απευθυνθεί η παράσταση σε μια γενιά χωρίς αναφορές στην ταινία ή στα ιστορικά συμφραζόμενα. Εάν το – αναπόφευκτο – σοκ που προκαλεί προέρχεται από τον θεατρικό ρεαλισμό, οπότε έχει πετύχει τον στόχο κατά το ήμισυ, ή εάν υποδεικνύει την αιτία του: έναν κόσμο που τελειώνει με μία κραυγή. Υπάρχει χρόνος για τα τελικά συμπεράσματα έως τις 10 Μαρτίου που θα παίζεται το «Σαλό» (έχοντας ωστόσο πετύχει ήδη sold out).